κραταίλεως: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />aux grosses <i>ou</i> fortes pierres, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]], [[λᾶς]].
|btext=ως, ων;<br />aux grosses <i>ou</i> fortes pierres, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]], [[λᾶς]].
}}
{{elnl
|elnltext=κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰταίλεως:''' [[каменистый]], [[скалистый]] ([[χθών]] Aesch.; [[πέδον]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταίλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i> ([[λεῦς]] = [[λᾶς]]), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, [[βραχώδης]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''κρᾰταίλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i> ([[λεῦς]] = [[λᾶς]]), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, [[βραχώδης]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰταίλεως:''' [[каменистый]], [[скалистый]] ([[χθών]] Aesch.; [[πέδον]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρᾰταί-λεως, ων, [[λεῦς]], = λᾶς]<br />of [[hard]] stones, [[rocky]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=κρᾰταί-λεως, ων, [[λεῦς]], = λᾶς]<br />of [[hard]] stones, [[rocky]], Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 23:36, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραταίλεως Medium diacritics: κραταίλεως Low diacritics: κραταίλεως Capitals: ΚΡΑΤΑΙΛΕΩΣ
Transliteration A: krataíleōs Transliteration B: krataileōs Transliteration C: krataileos Beta Code: kratai/lews

English (LSJ)

ων, gen. ω, (< κραταιός, λᾶας) of hard stones, rocky, χθών A. Ag. 666; πέδον E. El. 534.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίλεως: каменистый, скалистый (χθών Aesch.; πέδον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.

Greek Monolingual

κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].

Greek Monotonic

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

κρᾰταί-λεως, ων, λεῦς, = λᾶς]
of hard stones, rocky, Aesch., Eur.