πάγκλαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tout à fait lamentable;<br /><b>2</b> qui pleure sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κλαίω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tout à fait lamentable;<br /><b>2</b> qui pleure sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κλαίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάγκλαυστος''': ἢ [[κάλλιον]] -κλαυτος, ον, ὁ κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 368, Πέρσ. 822· π. αἰῶνα κοινόν, δηλ. θάνατον, Σοφ. Ἠλ. 1086. ΙΙ. ἐνεργ., [[ὅλως]] δακρύων [[πλήρης]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 652, Ἀντ. 831. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. κλαυτός.
|elnltext=πάγκλαυ(σ)τος -ον [πᾶς, κλαίω] door allen bejammerd; een en al tranen.
}}
{{elru
|elrutext='''πάγκλαυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полный горя]] (ἄλγεα Aesch.; [[αἰών]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[всегда омоченный слезами]] ([[ὀφρύς]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[вечно льющий слезы]], [[безутешный]] ([[δάμαρ]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πάγκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[αξιοθρήνητος]] σε όλα, εντελώς [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που είναι [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Σοφ.
|lsmtext='''πάγκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[αξιοθρήνητος]] σε όλα, εντελώς [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που είναι [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάγκλαυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полный горя]] (ἄλγεα Aesch.; [[αἰών]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[всегда омоченный слезами]] ([[ὀφρύς]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[вечно льющий слезы]], [[безутешный]] ([[δάμαρ]] Soph.).
|lstext='''πάγκλαυστος''': ἢ [[κάλλιον]] -κλαυτος, ον, ὁ κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 368, Πέρσ. 822· π. αἰῶνα κοινόν, δηλ. θάνατον, Σοφ. Ἠλ. 1086. ΙΙ. ἐνεργ., [[ὅλως]] δακρύων [[πλήρης]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 652, Ἀντ. 831. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. κλαυτός.
}}
{{elnl
|elnltext=πάγκλαυ(σ)τος -ον [πᾶς, κλαίω] door allen bejammerd; een en al tranen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πάγκλαυστος]], ορ -κλαυτος, ον, [[κλαίω]]<br /><b class="num">I.</b> all-lamented, [[most]] [[lamentable]], Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. all [[tearful]], Soph.
|mdlsjtxt=[[πάγκλαυστος]], ορ -κλαυτος, ον, [[κλαίω]]<br /><b class="num">I.</b> all-lamented, [[most]] [[lamentable]], Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. all [[tearful]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκλαυστος Medium diacritics: πάγκλαυστος Low diacritics: πάγκλαυστος Capitals: ΠΑΓΚΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: pánklaustos Transliteration B: panklaustos Transliteration C: pagklafstos Beta Code: pa/gklaustos

English (LSJ)

or πάγ-κλαυτος, ον, A most lamentable, ἄλγη, θέρος, A. Th.368 (lyr.), Pers.822; π. αἰῶνα κοινόν, i.e. death, S.El.1085(lyr.). II Act., all-tearful, Id.Tr.652, Ant. 831 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 435] oder πάγκλαυτος, sehr beklagt, sehr zu beweinen; πάγκλαυτα ἄλγεα, Aesch. Spt. 350; πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος, Pers. 808; πάγκλαυστον αἰῶνα, Soph. El. 1074; auch in act. Bdtg, ganz, sehr weinend, ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύστοις, Ant. 825, vgl. Tr. 649; die Lesart schwankt gewöhnlich.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tout à fait lamentable;
2 qui pleure sans cesse.
Étymologie: πᾶς, κλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγκλαυ(σ)τος -ον [πᾶς, κλαίω] door allen bejammerd; een en al tranen.

Russian (Dvoretsky)

πάγκλαυστος:
1) полный горя (ἄλγεα Aesch.; αἰών Soph.);
2) всегда омоченный слезами (ὀφρύς Soph.);
3) вечно льющий слезы, безутешный (δάμαρ Soph.).

Greek Monolingual

πάγκλαυστος και πάγκλαυτος, -ον (Α)
1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.)
2. (με ενεργ
σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κλαυ(σ)τός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυ(σ)τος].

Greek Monotonic

πάγκλαυστος: ή -κλαυτος, -ον (κλαίω
I. αυτός που είναι αξιοθρήνητος σε όλα, εντελώς αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που είναι γεμάτος δάκρυα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκλαυστος: ἢ κάλλιον -κλαυτος, ον, ὁ κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 368, Πέρσ. 822· π. αἰῶνα κοινόν, δηλ. θάνατον, Σοφ. Ἠλ. 1086. ΙΙ. ἐνεργ., ὅλως δακρύων πλήρης, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 652, Ἀντ. 831. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. κλαυτός.

Middle Liddell

πάγκλαυστος, ορ -κλαυτος, ον, κλαίω
I. all-lamented, most lamentable, Aesch., Soph.
II. act. all tearful, Soph.