πάγκλαυστος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tout à fait lamentable;<br /><b>2</b> qui pleure sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κλαίω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tout à fait lamentable;<br /><b>2</b> qui pleure sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κλαίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πάγκλαυ(σ)τος -ον [πᾶς, κλαίω] door allen bejammerd; een en al tranen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάγκλαυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полный горя]] (ἄλγεα Aesch.; [[αἰών]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[всегда омоченный слезами]] ([[ὀφρύς]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[вечно льющий слезы]], [[безутешный]] ([[δάμαρ]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πάγκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[αξιοθρήνητος]] σε όλα, εντελώς [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που είναι [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Σοφ. | |lsmtext='''πάγκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον ([[κλαίω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[αξιοθρήνητος]] σε όλα, εντελώς [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που είναι [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πάγκλαυστος''': ἢ [[κάλλιον]] -κλαυτος, ον, ὁ κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 368, Πέρσ. 822· π. αἰῶνα κοινόν, δηλ. θάνατον, Σοφ. Ἠλ. 1086. ΙΙ. ἐνεργ., [[ὅλως]] δακρύων [[πλήρης]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 652, Ἀντ. 831. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. κλαυτός. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πάγκλαυστος]], ορ -κλαυτος, ον, [[κλαίω]]<br /><b class="num">I.</b> all-lamented, [[most]] [[lamentable]], Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. all [[tearful]], Soph. | |mdlsjtxt=[[πάγκλαυστος]], ορ -κλαυτος, ον, [[κλαίω]]<br /><b class="num">I.</b> all-lamented, [[most]] [[lamentable]], Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. all [[tearful]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 2 October 2022
English (LSJ)
or πάγ-κλαυτος, ον, A most lamentable, ἄλγη, θέρος, A. Th.368 (lyr.), Pers.822; π. αἰῶνα κοινόν, i.e. death, S.El.1085(lyr.). II Act., all-tearful, Id.Tr.652, Ant. 831 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 435] oder πάγκλαυτος, sehr beklagt, sehr zu beweinen; πάγκλαυτα ἄλγεα, Aesch. Spt. 350; πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος, Pers. 808; πάγκλαυστον αἰῶνα, Soph. El. 1074; auch in act. Bdtg, ganz, sehr weinend, ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύστοις, Ant. 825, vgl. Tr. 649; die Lesart schwankt gewöhnlich.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tout à fait lamentable;
2 qui pleure sans cesse.
Étymologie: πᾶς, κλαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγκλαυ(σ)τος -ον [πᾶς, κλαίω] door allen bejammerd; een en al tranen.
Russian (Dvoretsky)
πάγκλαυστος:
1) полный горя (ἄλγεα Aesch.; αἰών Soph.);
2) всегда омоченный слезами (ὀφρύς Soph.);
3) вечно льющий слезы, безутешный (δάμαρ Soph.).
Greek Monolingual
πάγκλαυστος και πάγκλαυτος, -ον (Α)
1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.)
2. (με ενεργ
σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κλαυ(σ)τός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυ(σ)τος].
Greek Monotonic
πάγκλαυστος: ή -κλαυτος, -ον (κλαίω)·
I. αυτός που είναι αξιοθρήνητος σε όλα, εντελώς αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που είναι γεμάτος δάκρυα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πάγκλαυστος: ἢ κάλλιον -κλαυτος, ον, ὁ κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 368, Πέρσ. 822· π. αἰῶνα κοινόν, δηλ. θάνατον, Σοφ. Ἠλ. 1086. ΙΙ. ἐνεργ., ὅλως δακρύων πλήρης, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 652, Ἀντ. 831. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. κλαυτός.
Middle Liddell
πάγκλαυστος, ορ -κλαυτος, ον, κλαίω
I. all-lamented, most lamentable, Aesch., Soph.
II. act. all tearful, Soph.