κεγχριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />gros comme un grain de millet.<br />'''Étymologie:''' [[κέγχρος]].
|btext=α, ον :<br />gros comme un grain de millet.<br />'''Étymologie:''' [[κέγχρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κεγχριαῖος''': -α, -ον, ἔχων τὸ [[μέγεθος]] τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.
|elnltext=κεγχριαῖος -α -ον [κέγχρος] zo groot als een gierstekorrel.
}}
{{elru
|elrutext='''κεγχριαῖος:''' [[размером с просяное зерно]] (κ. τὸ [[μέγεθος]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κεγχριαῖος:''' -α, -ον ([[κέγχρος]]), αυτός που έχει το [[μέγεθος]] ενός σπυριού κεχριού, σε Λουκ.
|lsmtext='''κεγχριαῖος:''' -α, -ον ([[κέγχρος]]), αυτός που έχει το [[μέγεθος]] ενός σπυριού κεχριού, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεγχριαῖος:''' [[размером с просяное зерно]] (κ. τὸ [[μέγεθος]] Luc.).
|lstext='''κεγχριαῖος''': -α, -ον, ἔχων τὸ [[μέγεθος]] τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.
}}
{{elnl
|elnltext=κεγχριαῖος -α -ον [κέγχρος] zo groot als een gierstekorrel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεγχριαῖος]], η, ον [[κέγχρος]]<br />of the [[size]] of a [[grain]] of [[millet]], Luc.
|mdlsjtxt=[[κεγχριαῖος]], η, ον [[κέγχρος]]<br />of the [[size]] of a [[grain]] of [[millet]], Luc.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχριαῖος Medium diacritics: κεγχριαῖος Low diacritics: κεγχριαίος Capitals: ΚΕΓΧΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kenchriaîos Transliteration B: kenchriaios Transliteration C: kegchriaios Beta Code: kegxriai=os

English (LSJ)

α, ον, of the size of a grain of millet, μεγέθη Dsc.2.83, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.

German (Pape)

[Seite 1410] von der Größe eines Hirsekorns, κεγχριαῖος ἦν τὸ μέγεθος Luc. Icarom. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
gros comme un grain de millet.
Étymologie: κέγχρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεγχριαῖος -α -ον [κέγχρος] zo groot als een gierstekorrel.

Russian (Dvoretsky)

κεγχριαῖος: размером с просяное зерно (κ. τὸ μέγεθος Luc.).

Greek Monolingual

κεγχριαῖος, -ία, -ον (Α)
ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῖος (πρβλ. κολοσσιαίος, πλευριαίος)].

Greek Monotonic

κεγχριαῖος: -α, -ον (κέγχρος), αυτός που έχει το μέγεθος ενός σπυριού κεχριού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχριαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ μέγεθος τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.

Middle Liddell

κεγχριαῖος, η, ον κέγχρος
of the size of a grain of millet, Luc.