Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλοπραγμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />penchant à faire de grandes choses.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπράγμων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />penchant à faire de grandes choses.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπράγμων]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοπραγμοσύνη:''' (ῠ) ἡ склонность к свершению великих дел Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοπραγμοσύνη:''' ἡ, η [[διάθεση]] να κάνει [[κάποιος]] σπουδαία πράγματα, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μεγᾰλοπραγμοσύνη:''' ἡ, η [[διάθεση]] να κάνει [[κάποιος]] σπουδαία πράγματα, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοπραγμοσύνη:''' (ῠ) ἡ склонность к свершению великих дел Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,<br />the [[disposition]] to do [[great]] things, [[magnificence]], Plut. [from μεγᾰλοπράγμων]
|mdlsjtxt=μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,<br />the [[disposition]] to do [[great]] things, [[magnificence]], Plut. [from μεγᾰλοπράγμων]
}}
}}

Revision as of 14:22, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπραγμοσύνη Medium diacritics: μεγαλοπραγμοσύνη Low diacritics: μεγαλοπραγμοσύνη Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: megalopragmosýnē Transliteration B: megalopragmosynē Transliteration C: megalopragmosyni Beta Code: megalopragmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, disposition to do great things, magnificence, Plu.Alc.6, etc.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
penchant à faire de grandes choses.
Étymologie: μεγαλοπράγμων.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: (ῠ) ἡ склонность к свершению великих дел Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν διάθεσις, μεγαλοπρέπεια, Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλοπραγμοσύνη) μεγαλοπράγμων
νεοελλ.
1. η ενασχόληση με μεγάλα, με σπουδαία έργα
2. η επιδίωξη μεγάλων πραγμάτων
αρχ.
η διάθεση για μεγάλα έργα.

Greek Monotonic

μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, η διάθεση να κάνει κάποιος σπουδαία πράγματα, μεγαλοπρέπεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μεγᾰλοπραγμοσύνη, ἡ,
the disposition to do great things, magnificence, Plut. [from μεγᾰλοπράγμων]