Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui cultive les Muses ; ὁ [[μουσοπόλος]] poète.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πολέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui cultive les Muses ; ὁ [[μουσοπόλος]] poète.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πολέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοπόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[песнопевец]], [[поэт]] Eur.<br />общающийся с музами, служащий музам, т. е. поэтический ([[οἰκία]] [[Sappho]]; στοναχά Eur.; χεῖρες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]] των Μουσών· <i>μουσόπολος στοναχά</i>, μελωδικότατος [[θρήνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[βάρδος]], [[ραψωδός]], [[ποιητής]], στον ίδ.
|lsmtext='''μουσοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]] των Μουσών· <i>μουσόπολος στοναχά</i>, μελωδικότατος [[θρήνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[βάρδος]], [[ραψωδός]], [[ποιητής]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοπόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[песнопевец]], [[поэт]] Eur.<br />общающийся с музами, служащий музам, т. е. поэтический ([[οἰκία]] [[Sappho]]; στοναχά Eur.; χεῖρες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μουσο-[[πόλος]], ον [[πολέω]]<br /><b class="num">I.</b> serving the Muses; μ. στοναχά a [[tuneful]] [[lament]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[bard]], [[minstrel]], [[poet]], Eur.
|mdlsjtxt=μουσο-[[πόλος]], ον [[πολέω]]<br /><b class="num">I.</b> serving the Muses; μ. στοναχά a [[tuneful]] [[lament]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[bard]], [[minstrel]], [[poet]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοπόλος Medium diacritics: μουσοπόλος Low diacritics: μουσοπόλος Capitals: ΜΟΥΣΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: mousopólos Transliteration B: mousopolos Transliteration C: mousopolos Beta Code: mousopo/los

English (LSJ)

ον, A serving the Muses, poetic, οἰκία Sapph. 136 (s. v.l.); μ. στοναχά a tuneful lament, E.Ph.1499 (lyr.); χεῖρες, στέφανος, AP9.270 (Marc. Arg.), 12.257 (Mel.); μουσοπόλε θήρ, addressed to Pan, Castorio 2.5. II Subst., bard, minstrel, E.Alc. 445 (lyr., pl.), Rev.Phil.36.67 (Iconium, ii A. D.), Not.Scav.1912.327 (Ostia).

German (Pape)

[Seite 211] mit den Musen verkehrend, Dichter, Eur. Alc. 447; auch τίνα μουσοπόλον στοναχὰν ἀνακαλέσομαι, Phoen. 1505; δαίμων, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 (v. 28); μουσοπόλοις χερσὶ πηκτίδα ἐπηρέθισα, M Arg. 23 (IX, 270); Ep. ad. 751 (App. 351); τραγικός, Boeth. (IX, 248).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cultive les Muses ; ὁ μουσοπόλος poète.
Étymologie: μοῦσα, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

μουσοπόλος: IIпеснопевец, поэт Eur.
общающийся с музами, служащий музам, т. е. поэтический (οἰκία Sappho; στοναχά Eur.; χεῖρες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοπόλος: -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, ποιητικός, οἰκία Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, θρῆνος μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, στέφανος Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀοιδός, ποιητής, Εὐρ. Ἄλκ. 447.

Greek Monolingual

μουσοπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο ποιητικός
2. αυτός που συνοδεύεται από μουσική
3. το αρσ. ως ουσ.μουσοπόλος
ο αοιδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πολος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο-πόλος, ονειρο-πόλος.

Greek Monotonic

μουσοπόλος: -ον (πολέω),·
I. υπηρέτης των Μουσών· μουσόπολος στοναχά, μελωδικότατος θρήνος, σε Ευρ.
II. ως ουσ., βάρδος, ραψωδός, ποιητής, στον ίδ.

Middle Liddell

μουσο-πόλος, ον πολέω
I. serving the Muses; μ. στοναχά a tuneful lament, Eur.
II. as substantive a bard, minstrel, poet, Eur.