νέηλυς: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υδος (ὁ, ἡ)<br />nouveau venu.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], v. [[ἐλεύσομαι]]. | |btext=υδος (ὁ, ἡ)<br />nouveau venu.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], v. [[ἐλεύσομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νέηλυς:''' υδος adj. [[ἤλυθον]] недавно пришедший Hom., Her., Plat., Luc., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νέηλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ ([[ἤλυθον]], αόρ. βʹ του [[ἔρχομαι]]), αυτός που έχει έλθει πρόσφατα, [[νεοφερμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |lsmtext='''νέηλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ ([[ἤλυθον]], αόρ. βʹ του [[ἔρχομαι]]), αυτός που έχει έλθει πρόσφατα, [[νεοφερμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:47, 3 October 2022
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, (ἤλυθον) newcomer, Il.10.434, Hdt.1.118, Pl.Lg.879d.
German (Pape)
[Seite 236] υδος, neu, eben erst angekommen; Il. 10, 434. 558; Her. 1, 118; εἴτε πάλαι ἐνοικοῦντος, εἴτε νεήλυδος ἀφιγμένου, Plat. Legg. IX, 979 d; Sp., wie Luc. V. H. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
υδος (ὁ, ἡ)
nouveau venu.
Étymologie: νέος, v. ἐλεύσομαι.
Russian (Dvoretsky)
νέηλυς: υδος adj. ἤλυθον недавно пришедший Hom., Her., Plat., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νέηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ, (ἔρχομαι, ἤλυθον) ὁ νεωστὶ ἐλθών, «νεοφερμένος», Ἰλ. Κ. 434, Ἡρόδ. 1. 118, Πλάτ. Νόμ. 979D.
English (Autenrieth)
(ἤλυθον): newly come, Il. 10.434 and 558.
Greek Monolingual
ο, η (Α νέηλυς, -ήλυδος)
αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ-ηλυς, μέτ-ηλυς. Το -η- του τ. (αντί -ελυς) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
νέηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ (ἤλυθον, αόρ. βʹ του ἔρχομαι), αυτός που έχει έλθει πρόσφατα, νεοφερμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Meaning: newly arrived
See also: s. ἐλεύσομαι.
Middle Liddell
νέ-ηλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, ἤλυθον, aor2 of ἔρχομαι
newly come, a new-comer, Il., Hdt.
Frisk Etymology German
νέηλυς: {néēlus}
Meaning: neuangekommen
See also: s. ἐλεύσομαι.
Page 2,297