περιπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=aller autour, faire le tour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πορεύω]].
|btext=aller autour, faire le tour de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πορεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιπορεύομαι''': ἀποθ., [[περιοδεύω]], Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[περιέρχομαι]], τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.
|elnltext=περι-πορεύομαι rondtrekken.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπορεύομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ходить всюду]], [[странствовать]], [[блуждать]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[обходить]], [[объезжать]] (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν [[κύκλῳ]] Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιπορεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., [[ταξιδεύω]] ή [[περιοδεύω]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πολύβ.
|lsmtext='''περιπορεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., [[ταξιδεύω]] ή [[περιοδεύω]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιπορεύομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ходить всюду]], [[странствовать]], [[блуждать]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[обходить]], [[объезжать]] (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν [[κύκλῳ]] Polyb.).
|lstext='''περιπορεύομαι''': ἀποθ., [[περιοδεύω]], Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[περιέρχομαι]], τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-πορεύομαι rondtrekken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σομαι<br />Dep. to [[travel]] or go [[about]] a [[place]], c. acc., Polyb.
|mdlsjtxt=fut. σομαι<br />Dep. to [[travel]] or go [[about]] a [[place]], c. acc., Polyb.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπορεύομαι Medium diacritics: περιπορεύομαι Low diacritics: περιπορεύομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: periporeúomai Transliteration B: periporeuomai Transliteration C: periporeyomai Beta Code: periporeu/omai

English (LSJ)

A travel, go about, Pl.Lg.716a, Ceb.7; κατ' οὐρανόν Iamb.Protr.13; walk about, IG42(1).123.125 (Epid.). II c. acc. loci, go round, τὰ ἱερά Arist. Oec.1353b20; τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, etc., Plb.3.7.3,9.6.3, etc.; τὴν πόλιν κύκλῳ Id.4.54.4; τὰς οἰκίας τῶν συγκλητικῶν D.S.40.1, cf. Corn.ND17.

German (Pape)

[Seite 589] herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.

French (Bailly abrégé)

aller autour, faire le tour de, acc..
Étymologie: περί, πορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πορεύομαι rondtrekken.

Russian (Dvoretsky)

περιπορεύομαι:
1) ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.;
2) обходить, объезжать (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν κύκλῳ Polyb.).

Greek Monolingual

Α
1. πορεύομαι, ταξιδεύω γύρω από έναν τόπο
2. (για ουράνιο σώμα) περιστρέφομαι («ὁ ἥλιος περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)
3. περπατώ, βαδίζω γύρω από έναν τόπο
4. (με αιτ. του τόπου) περιέρχομαι («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», Πολ.).

Greek Monotonic

περιπορεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., ταξιδεύω ή περιοδεύω σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπορεύομαι: ἀποθ., περιοδεύω, Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.

Middle Liddell

fut. σομαι
Dep. to travel or go about a place, c. acc., Polyb.