πραγματευτής: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />négociant, commerçant.<br />'''Étymologie:''' [[πραγματεύομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />négociant, commerçant.<br />'''Étymologie:''' [[πραγματεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πραγμᾰτευτής:''' οῦ ὁ торговец, купец Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πραματευτής]], Ν [[πραγματεύομαι]]<br />[[έμπορος]], [[κυρίως]] [[πλανόδιος]] («ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας [[ένας]] [[πλούσιος]] [[πραγματευτής]]», Αραθ. Μυθ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «βάζει κι η [[μυλωνού]] τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για κάποιον που κάνει τον σπουδαίο<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιπρόσωπος]] ή [[πληρεξούσιος]] ενός προσώπου («πραγματευτὴς Πτολεμαίου», <b>επιγρ.</b>). | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πραματευτής]], Ν [[πραγματεύομαι]]<br />[[έμπορος]], [[κυρίως]] [[πλανόδιος]] («ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας [[ένας]] [[πλούσιος]] [[πραγματευτής]]», Αραθ. Μυθ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «βάζει κι η [[μυλωνού]] τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για κάποιον που κάνει τον σπουδαίο<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιπρόσωπος]] ή [[πληρεξούσιος]] ενός προσώπου («πραγματευτὴς Πτολεμαίου», <b>επιγρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, business representative, = Lat. actor, Plu.2.525a, PColumb. in JEA18.16 (ii A. D.), PMasp.158.17 (v A. D.), etc.; π. Πτολεμαίου his agent or attorney, CIG4299 (Antiphellus), cf. 3104 (Teos), IG14.2057, OGI525.3 (Halic.), PTeb.357.5 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 693] ὁ, der ein Geschäft betreibt, Geschäftsmann, auch Handelsmann, Suid. erkl. ἔμπ ορος, vgl. Schol. Ar. Plut. 521; Plut. öfter, der es mit τοκιστής u. τραπεζίτης vrbdt, de cupd. div. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
négociant, commerçant.
Étymologie: πραγματεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
πραγμᾰτευτής: οῦ ὁ торговец, купец Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτευτής: -οῦ, ὁ, ἄνθρωπος τοῦ ἐμπορίου, ἔμπορος, πραγματευτής, Λατ. negociator, Πλούτ. 2. 525Α, κτλ.· πρ. Πτολεμαίου, ὁ πράκτωρ αὐτοῦ ἢ πληρεξούσιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4299.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πραματευτής, Ν πραγματεύομαι
έμπορος, κυρίως πλανόδιος («ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας ένας πλούσιος πραγματευτής», Αραθ. Μυθ.)
νεοελλ.
παροιμ. «βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για κάποιον που κάνει τον σπουδαίο
αρχ.
αντιπρόσωπος ή πληρεξούσιος ενός προσώπου («πραγματευτὴς Πτολεμαίου», επιγρ.).