πρόεσις: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de laisser aller, de lâcher;<br /><b>2</b> profusion, prodigalité.<br />'''Étymologie:''' [[προΐημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de laisser aller, de lâcher;<br /><b>2</b> profusion, prodigalité.<br />'''Étymologie:''' [[προΐημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόεσις''': , ([[προΐημι]]) [[ἐκβολή]], [[ἐκροή]], [[ἔκχυσις]], τοῦ σπέρματος, τοῦ οὔρου, τῶν καταμηνίων, τοῦ περιττώματος, κτλ.· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, κ. ἄλλ. 2) [[ἀπόρριψις]], ἀντίθετον τῷ [[λῆψις]], αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 2. 7, 4.
|elnltext=πρόεσις -εως, ἡ [προΐημι] het kwistig geld uitgeven, verkwisting.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόεσις:''' εως <br /><b class="num">1)</b> [[выбрасывание]], [[испускание]], [[выделение]] (τοῦ σπέρματος, τῶν καταμηνίων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[расходование]], [[трата]]: [[ἄσῳτος]] ἐν προέσει ὑπερβάλλει Arst. расточитель слишком много тратит.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόεσις:''' ἡ (προΐημι), κβολή, [[εκροή]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πρόεσις:''' ἡ (προΐημι), κβολή, [[εκροή]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόεσις:''' εως <br /><b class="num">1)</b> [[выбрасывание]], [[испускание]], [[выделение]] (τοῦ σπέρματος, τῶν καταμηνίων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[расходование]], [[трата]]: [[ἄσῳτος]] ἐν προέσει ὑπερβάλλει Arst. расточитель слишком много тратит.
|lstext='''πρόεσις''': , ([[προΐημι]]) [[ἐκβολή]], [[ἐκροή]], [[ἔκχυσις]], τοῦ σπέρματος, τοῦ οὔρου, τῶν καταμηνίων, τοῦ περιττώματος, κτλ.· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, κ. ἄλλ. 2) [[ἀπόρριψις]], ἀντίθετον τῷ [[λῆψις]], αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 2. 7, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόεσις -εως, ἡ [προΐημι] het kwistig geld uitgeven, verkwisting.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρόεσις]], εως, [[προΐημι]]<br />a throwing [[away]], Arist.
|mdlsjtxt=[[πρόεσις]], εως, [[προΐημι]]<br />a throwing [[away]], Arist.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόεσις Medium diacritics: πρόεσις Low diacritics: πρόεσις Capitals: ΠΡΟΕΣΙΣ
Transliteration A: próesis Transliteration B: proesis Transliteration C: proesis Beta Code: pro/esis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προΐημι) A sending forth, emission, [τῶν ᾠῶν] Arist. HA550b12, cf. Ph.1.29, Gal.4.590; οὔρου, οὔρων, Arist.Pr.888b1, Aret. SD2.4; καταμηνίων, [περιττώματος], Arist.GA765b21, PA663a16, cf. Thphr.Metaph.29; φωνῆς voice-production, Anon.Epicureus Herc. 176p.39V.; π. ἐκ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.: pl., δακρύων -έσεις Phld.Mort.25. 2 throwing away, opp. λῆψις, Arist.EN1107b12.

German (Pape)

[Seite 722] ἡ, das Fort- oder Heraussenden, Verschwenden, Arist. eth. 2, 7 u. sonst, im Gegensatz von λῆψις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de laisser aller, de lâcher;
2 profusion, prodigalité.
Étymologie: προΐημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόεσις -εως, ἡ [προΐημι] het kwistig geld uitgeven, verkwisting.

Russian (Dvoretsky)

πρόεσις: εως ἡ
1) выбрасывание, испускание, выделение (τοῦ σπέρματος, τῶν καταμηνίων Arst.);
2) расходование, трата: ὁ ἄσῳτος ἐν προέσει ὑπερβάλλει Arst. расточитель слишком много тратит.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, ΜΑ προΐημι
εκροή, έκχυση («ἐν τῇ προέσει τοῦ σπέρματος», Γαλ.)
αρχ.
απόρριψη, εγκατάλειψη.

Greek Monotonic

πρόεσις: ἡ (προΐημι), κβολή, εκροή, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόεσις: ἡ, (προΐημι) ἐκβολή, ἐκροή, ἔκχυσις, τοῦ σπέρματος, τοῦ οὔρου, τῶν καταμηνίων, τοῦ περιττώματος, κτλ.· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, κ. ἄλλ. 2) ἀπόρριψις, ἀντίθετον τῷ λῆψις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 2. 7, 4.

Middle Liddell

πρόεσις, εως, προΐημι
a throwing away, Arist.