σαγηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne une seine de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[σαγήνη]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne une seine de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[σαγήνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰγηναῖος:''' [[идущий на изготовление сетей]] ([[λίνον]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾰγηναῖος:''' -α, -ον ([[σαγήνη]]), αυτός που ανήκει σε ή είναι [[κατάλληλος]] για [[ψάρεμα]] με τα δίχτυα, [[αλιευτικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σᾰγηναῖος:''' -α, -ον ([[σαγήνη]]), αυτός που ανήκει σε ή είναι [[κατάλληλος]] για [[ψάρεμα]] με τα δίχτυα, [[αλιευτικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰγηναῖος:''' [[идущий на изготовление сетей]] ([[λίνον]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σᾰγηναῖος, η, ον [[σαγήνη]]<br />of or for a [[drag]]-net, Anth.
|mdlsjtxt=σᾰγηναῖος, η, ον [[σαγήνη]]<br />of or for a [[drag]]-net, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηναῖος Medium diacritics: σαγηναῖος Low diacritics: σαγηναίος Capitals: ΣΑΓΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: sagēnaîos Transliteration B: sagēnaios Transliteration C: saginaios Beta Code: saghnai=os

English (LSJ)

α, ον, of a σαγήνη, AP6.23,192 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 857] zur σαγήνη gehörig; λίνον, Ep. ad. 128; Archi. 10 (VI, 23. 192).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne une seine de pêcheur.
Étymologie: σαγήνη.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηναῖος: идущий на изготовление сетей (λίνον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σαγηναῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σαγήνην, ἁλιευτικὸς, Ἀνθ. Π. 6, 23 καὶ 192.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ο σχετικός με τη σαγήνη, το μεγάλο αλιευτικό δίχτυ, αλιευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

σᾰγηναῖος: -α, -ον (σαγήνη), αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για ψάρεμα με τα δίχτυα, αλιευτικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

σᾰγηναῖος, η, ον σαγήνη
of or for a drag-net, Anth.