σπουδαρχιάω: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[σπουδαρχέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[σπουδαρχέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπουδαρχιάω''': εἶμαι [[πρόθυμος]] εἰς ἀπόκτησιν ἀξιώματός τινος πολιτικοῦ ἢ δημοσίας θέσεως, δραστηρίως πρὸς τοῦτο ἐνεργῶ, θεσιθηρῶ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 10, Δίων Κ. 36. 22., 55. 5, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 81.
|elnltext=σπουδαρχιάω [σπουδή, ἄρχω] (ziekelijk) een politieke loopbaan nastreven, stemmen werven.
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδαρχιάω:''' [[домогаться государственных должностей]] Arst.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπουδαρχιάω:''' [[ενεργώ]], [[πασχίζω]] για την [[κατάληψη]] δημοσίου αξιώματος, [[θεσιθηρώ]], σε Αριστ.
|lsmtext='''σπουδαρχιάω:''' [[ενεργώ]], [[πασχίζω]] για την [[κατάληψη]] δημοσίου αξιώματος, [[θεσιθηρώ]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπουδαρχιάω:''' [[домогаться государственных должностей]] Arst.
|lstext='''σπουδαρχιάω''': εἶμαι [[πρόθυμος]] εἰς ἀπόκτησιν ἀξιώματός τινος πολιτικοῦ ἢ δημοσίας θέσεως, δραστηρίως πρὸς τοῦτο ἐνεργῶ, θεσιθηρῶ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 10, Δίων Κ. 36. 22., 55. 5, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 81.
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδαρχιάω [σπουδή, ἄρχω] (ziekelijk) een politieke loopbaan nastreven, stemmen werven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σπουδαρχιάω]], [from [[σπουδάρχης]]<br />to [[canvass]] for [[office]], Arist.
|mdlsjtxt=[[σπουδαρχιάω]], [from [[σπουδάρχης]]<br />to [[canvass]] for [[office]], Arist.
}}
}}

Revision as of 22:09, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαρχιάω Medium diacritics: σπουδαρχιάω Low diacritics: σπουδαρχιάω Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΙΑΩ
Transliteration A: spoudarchiáō Transliteration B: spoudarchiaō Transliteration C: spoudarchiao Beta Code: spoudarxia/w

English (LSJ)

to be eager for offices of state, canvass for them, Arist.Pol.1305a31, D.C.36.39, 55.5, Them.Or.18.224a.

German (Pape)

[Seite 925] nach Aemtern od. Ehrenstellen lüstern sein, wie σπουδαρχέω; Arist. pol. 5, 5; D. C. 36, 22, vgl. Suid.; Lob. Phryn. 81.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. σπουδαρχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαρχιάω [σπουδή, ἄρχω] (ziekelijk) een politieke loopbaan nastreven, stemmen werven.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαρχιάω: домогаться государственных должностей Arst.

Greek Monotonic

σπουδαρχιάω: ενεργώ, πασχίζω για την κατάληψη δημοσίου αξιώματος, θεσιθηρώ, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαρχιάω: εἶμαι πρόθυμος εἰς ἀπόκτησιν ἀξιώματός τινος πολιτικοῦ ἢ δημοσίας θέσεως, δραστηρίως πρὸς τοῦτο ἐνεργῶ, θεσιθηρῶ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 10, Δίων Κ. 36. 22., 55. 5, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 81.

Middle Liddell

σπουδαρχιάω, [from σπουδάρχης
to canvass for office, Arist.