σοφιστεύω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=faire fonction de sophiste.<br />'''Étymologie:''' [[σοφιστής]]. | |btext=faire fonction de sophiste.<br />'''Étymologie:''' [[σοφιστής]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σοφιστεύω [σοφιστής] de sofist uithangen, als een sofist redeneren. uitbr. lezingen geven, onderwijs geven (als een sofist). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σοφιστεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> быть софистом, т. е. обучать (за плату) философии и риторике Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[рассуждать как софист]], [[прибегать к софизмам]] Arst., Dem. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σοφιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> υποδύομαι τον σοφιστή, [[επιχειρηματολογώ]] ως [[σοφιστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[διδάσκω]], [[παραδίδω]] μαθήματα ρητορικής, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Πλούτ. | |lsmtext='''σοφιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> υποδύομαι τον σοφιστή, [[επιχειρηματολογώ]] ως [[σοφιστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[διδάσκω]], [[παραδίδω]] μαθήματα ρητορικής, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σοφιστεύω''': φέρομαι ὡς [[σοφιστής]], ἐνεργῶ ἢ συλλογίζομαι ὡς [[σοφιστής]], Δημ. 1415 ἐν τέλ., Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 1, 7, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 9. 2) [[διδάσκω]] ὡς οἱ σοφισταί, [[μάλιστα]] τὴν ῥητορικήν, Πλουτ. Λούκουλλ. 22, Καῖσ. 3, κτλ.· ἐπ’ ἀργυρίῳ ὁ αὐτ. 2. 1047F· - [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. τὰ ῥητορικά, [[διδάσκω]] τὴν ῥητορικὴν ἐν πραγματείαις, Στράβ. 614. ΙΙ. μεταβ., ἐπινοῶ ἐντέχνως, τι Ἡλιόδ. 6. 9· [[ὡσαύτως]], ἐντέχνως [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], τὸν ἔρωτα ὁ ἀυτ. 1. 10. - Ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σοφιστεύω]], fut. -σω<br /><b class="num">1.</b> to [[play]] the [[sophist]], [[argue]] as one, Dem.<br /><b class="num">2.</b> to [[give]] lectures, of the Sophists, Plut. | |mdlsjtxt=[[σοφιστεύω]], fut. -σω<br /><b class="num">1.</b> to [[play]] the [[sophist]], [[argue]] as one, Dem.<br /><b class="num">2.</b> to [[give]] lectures, of the Sophists, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
A play the sophist, deal or argue as one, D.61.48, Arist.SE165a28, Epicur. Nat.14.6; occupy oneself with academic pursuits, Cic.Att.2.9.3, 9.9.1; practise the profession of sophist, Epicur.Fr.172. 2 give lectures, as the Sophists did, especially in Rhetoric, Plu.Luc.22, Caes.3, etc.; ἐπ' ἀργυρίῳ Id.2.1047f: c. acc. cogn., σ. τὰ ῥητορικά lecture in rhetoric, Phld.Rh. 1.223 S., Str.13.1.66. II trans., devise artfully, τι Hld.6.9: also, conceal artfully, dissemble, τὸν ἔρωτα Id.1.10.
German (Pape)
[Seite 914] ein Sophist sein, S. Emp. adv. rhett. 18 Plut. Caes. 3; bes. als Rhetor, Dem. 24. – Auch = wie ein Sophist künstlich erfinden, Hel. 6, 9; auch = listig sich verstellen, schlau verstecken, ἔρωτα 1, 10.
French (Bailly abrégé)
faire fonction de sophiste.
Étymologie: σοφιστής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφιστεύω [σοφιστής] de sofist uithangen, als een sofist redeneren. uitbr. lezingen geven, onderwijs geven (als een sofist).
Russian (Dvoretsky)
σοφιστεύω:
1) быть софистом, т. е. обучать (за плату) философии и риторике Plut.;
2) рассуждать как софист, прибегать к софизмам Arst., Dem.
Greek Monolingual
Α
βλ. σοφιστεύομαι.
Greek Monotonic
σοφιστεύω: μέλ. -σω·
1. υποδύομαι τον σοφιστή, επιχειρηματολογώ ως σοφιστής, σε Δημ.
2. διδάσκω, παραδίδω μαθήματα ρητορικής, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστεύω: φέρομαι ὡς σοφιστής, ἐνεργῶ ἢ συλλογίζομαι ὡς σοφιστής, Δημ. 1415 ἐν τέλ., Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 1, 7, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 9. 2) διδάσκω ὡς οἱ σοφισταί, μάλιστα τὴν ῥητορικήν, Πλουτ. Λούκουλλ. 22, Καῖσ. 3, κτλ.· ἐπ’ ἀργυρίῳ ὁ αὐτ. 2. 1047F· - ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. τὰ ῥητορικά, διδάσκω τὴν ῥητορικὴν ἐν πραγματείαις, Στράβ. 614. ΙΙ. μεταβ., ἐπινοῶ ἐντέχνως, τι Ἡλιόδ. 6. 9· ὡσαύτως, ἐντέχνως κρύπτω, ἀποκρύπτω, τὸν ἔρωτα ὁ ἀυτ. 1. 10. - Ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
Middle Liddell
σοφιστεύω, fut. -σω
1. to play the sophist, argue as one, Dem.
2. to give lectures, of the Sophists, Plut.