στρατηλάτης: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />chef d'armée, général ; [[νεῶν]] ESCHL chef d'une flotte.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[ἐλαύνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />chef d'armée, général ; [[νεῶν]] ESCHL chef d'une flotte.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[ἐλαύνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρατηλάτης -ου, ὁ [στρατός, ἐλαύνω] Dor. gen. plur. στρατηλατᾶν Eur. Or. 970, legeraanvoerder;. σ. νεῶν bevelhebber van de schepen, admiraal Aeschl. Eum. 637. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρᾰτηλάτης:''' ου (λᾰ) ὁ (главно)командующий, полководец Soph., Eur.: σ. [[νεῶν]] Aesch., Eur. командующий флотом. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρᾰτηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί το [[στράτευμα]], [[στρατηγός]], [[διοικητής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, [[στρατηλάτης]] [[νεῶν]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''στρᾰτηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί το [[στράτευμα]], [[στρατηγός]], [[διοικητής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, [[στρατηλάτης]] [[νεῶν]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 00:00, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, leader of an army, general, commander, Pratin.Lyr.1.9, S. Aj.1223, E.Ph.1241, and in late Prose, OGI648 (Palmyra, iii A.D.), PLips.48.23 (iv A.D.), etc.; = magister militum, Zos.2.33, Gloss., POxy.1983.2 (vi A.D.), etc.; Ἑλλάδος E.Or.970 (lyr.); also of an admiral, σ. νεῶν A.Eu.637.
German (Pape)
[Seite 951] ὁ, Heerführer; Aesch. Eum. 607; Soph. Ai. 1202 u. öfter, wie Eur. Auch in sp. Prosa, D. Hal. 1, 41 Plut. Num. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d'armée, général ; νεῶν ESCHL chef d'une flotte.
Étymologie: στρατός, ἐλαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηλάτης -ου, ὁ [στρατός, ἐλαύνω] Dor. gen. plur. στρατηλατᾶν Eur. Or. 970, legeraanvoerder;. σ. νεῶν bevelhebber van de schepen, admiraal Aeschl. Eum. 637.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηλάτης: ου (λᾰ) ὁ (главно)командующий, полководец Soph., Eur.: σ. νεῶν Aesch., Eur. командующий флотом.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ὁδηγῶν στρατόν, στρατηγός, διοικητὴς στρατοῦ, Πρατίν. 1, 11, Σοφ. Αἴ. 1223, Εὐρ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἑλλάδος ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 970· ὡσαύτως ἐπὶ ναυάρχου, στρ. νεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, -ιδος, Α
ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού
νεοελλ.
1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο
2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης»)
αρχ.
1. ναύαρχος
2. το θηλ. ἡ στρατηλάτις
προσωνυμία της Σελήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -ηλάτης (< ἐλαύνω) πρβλ. ποδ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
στρᾰτηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί το στράτευμα, στρατηγός, διοικητής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, στρατηλάτης νεῶν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
στρᾰ˘τ-ηλάτης, ου, ὁ, ἐλαύνω
a leader of an army, a general, commander, Soph., Eur., etc.; of an admiral, στρ. νεῶν Aesch.