συγκαθέζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συγκαθεδοῦμαι;<br /><b>1</b> siéger avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>2</b> se tapir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καθέζομαι.
|btext=<i>f.</i> συγκαθεδοῦμαι;<br /><b>1</b> siéger avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>2</b> se tapir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καθέζομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, [[καθέζομαι]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου [[γερουσία]] Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος [[πάρεδρος]] αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.
|elnltext=συγ-καθέζομαι bijeen (gaan) zitten (ter vergadering). δημηγορεῖτε συγκαθεζόμενοι jullie zitten bij elkaar speeches te houden Plat. Tht. 162d; ἐπεὶ... συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον toen de rechtbank in zitting was Xen. Hell. 5.2.35; ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα toen we allen bijeen zaten Plat. Prot. 317e.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαθέζομαι:''' (fut. συγκαθεδοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[садиться рядом или вместе]] ([[ἐπειδὴ]] δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[заседать]] (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[сидеть на корточках]] Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκαθέζομαι:''' μέλ. <i>-εδοῦμαι</i>, [[κάθομαι]] μαζί με, [[συνεδριάζω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συγκαθέζομαι:''' μέλ. <i>-εδοῦμαι</i>, [[κάθομαι]] μαζί με, [[συνεδριάζω]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκαθέζομαι:''' (fut. συγκαθεδοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[садиться рядом или вместе]] ([[ἐπειδὴ]] δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[заседать]] (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[сидеть на корточках]] Plut.
|lstext='''συγκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, [[καθέζομαι]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου [[γερουσία]] Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος [[πάρεδρος]] αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καθέζομαι bijeen (gaan) zitten (ter vergadering). δημηγορεῖτε συγκαθεζόμενοι jullie zitten bij elkaar speeches te houden Plat. Tht. 162d; ἐπεὶ... συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον toen de rechtbank in zitting was Xen. Hell. 5.2.35; ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα toen we allen bijeen zaten Plat. Prot. 317e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -εδοῦμαι<br />to sit [[down]] [[together]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. -εδοῦμαι<br />to sit [[down]] [[together]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθέζομαι Medium diacritics: συγκαθέζομαι Low diacritics: συγκαθέζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkathézomai Transliteration B: synkathezomai Transliteration C: sygkathezomai Beta Code: sugkaqe/zomai

English (LSJ)

A sit down together, Pl.Tht.162d, Prt.317e, Isoc. 12.18; of a body of people, γερουσία Plu.Marc.23; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 (Sidyma). II crouch down, cower, Plu.2.970e (συνεκαθεζόμην and its part. are aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἕζομαι), mit dabei, daneben sitzen; Isocr. 12, 18; Dem. prooem. 23; Luc. Anach. 19.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθεδοῦμαι;
1 siéger avec ou ensemble;
2 se tapir.
Étymologie: σύν, καθέζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθέζομαι bijeen (gaan) zitten (ter vergadering). δημηγορεῖτε συγκαθεζόμενοι jullie zitten bij elkaar speeches te houden Plat. Tht. 162d; ἐπεὶ... συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον toen de rechtbank in zitting was Xen. Hell. 5.2.35; ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα toen we allen bijeen zaten Plat. Prot. 317e.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθέζομαι: (fut. συγκαθεδοῦμαι)
1) садиться рядом или вместе (ἐπειδὴ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);
2) заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);
3) сидеть на корточках Plut.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῖοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].

Greek Monotonic

συγκαθέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι, κάθομαι μαζί με, συνεδριάζω, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθέζομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου γερουσία Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος πάρεδρος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.

Middle Liddell

fut. -εδοῦμαι
to sit down together, Plat.