συμφυΐα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[συμφυή]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[συμφυή]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφυΐα:''' ἡ [[сращение]], [[сращенность]] Plut., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συμφυής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμφυούς<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για την Αγία Τριάδα) [[συνένωση]], [[σύμφυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> [[φαινόμενο]] που παρατηρείται στους χάλυβες και [[κατά]] το οποίο ο [[συνήθης]] [[περλίτης]], εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε κοκκώδη με [[σαφώς]] χωρισμένα τα συστατικά του ύστερα από παρατεταμένες ανοπτήσεις σε [[θερμοκρασία]] κατώτερη από εκείνην του σχηματισμού του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρμονία]], [[συμφωνία]] («τίς ἡ [[κοινωνία]] τούτων πρὸς ἄλληλα καὶ [[συμφυΐα]] καὶ [[σύμπνοια]];», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμπνοια]], [[ομοφωνία]]<br /><b>3.</b> [[συνάφεια]], [[σύνδεση]]<br /><b>4.</b> [[ταυτότητα]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συμφυής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμφυούς<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για την Αγία Τριάδα) [[συνένωση]], [[σύμφυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> [[φαινόμενο]] που παρατηρείται στους χάλυβες και [[κατά]] το οποίο ο [[συνήθης]] [[περλίτης]], εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε κοκκώδη με [[σαφώς]] χωρισμένα τα συστατικά του ύστερα από παρατεταμένες ανοπτήσεις σε [[θερμοκρασία]] κατώτερη από εκείνην του σχηματισμού του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρμονία]], [[συμφωνία]] («τίς ἡ [[κοινωνία]] τούτων πρὸς ἄλληλα καὶ [[συμφυΐα]] καὶ [[σύμπνοια]];», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμπνοια]], [[ομοφωνία]]<br /><b>3.</b> [[συνάφεια]], [[σύνδεση]]<br /><b>4.</b> [[ταυτότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμφυΐα:''' ἡ [[сращение]], [[сращенность]] Plut., Sext.
}}
{{elnl
|elnltext=συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφῠΐα Medium diacritics: συμφυΐα Low diacritics: συμφυΐα Capitals: ΣΥΜΦΥΪΑ
Transliteration A: symphyḯa Transliteration B: symphuia Transliteration C: symfyia Beta Code: sumfui/+a

English (LSJ)

ἡ, = σύμφυσις, Ph.2.319, Plu.2.1080f, 1112a, S.E.M.7.129, etc.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, = σύμφυσις; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. συμφυή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc.

Russian (Dvoretsky)

συμφυΐα:сращение, сращенность Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

συμφυΐα: ἡ, = σύμφυσις, Πλούτ. 2. 1080F, 1112A. Σέξτ. Ἐμπ., κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συμφυής
1. η ιδιότητα του συμφυούς
2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση
νεοελλ.
(μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε κοκκώδη με σαφώς χωρισμένα τα συστατικά του ύστερα από παρατεταμένες ανοπτήσεις σε θερμοκρασία κατώτερη από εκείνην του σχηματισμού του
μσν.-αρχ.
1. αρμονία, συμφωνία («τίς ἡ κοινωνία τούτων πρὸς ἄλληλα καὶ συμφυΐα καὶ σύμπνοια;», Γρηγ. Ναζ.)
2. σύμπνοια, ομοφωνία
3. συνάφεια, σύνδεση
4. ταυτότητα.