συμφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.2</i> ξυνέφυγον;<br /><b>1</b> fuir avec : τινι avec qqn;<br /><b>2</b> être exilé avec <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φεύγω]].
|btext=<i>ao.2</i> ξυνέφυγον;<br /><b>1</b> fuir avec : τινι avec qqn;<br /><b>2</b> être exilé avec <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φεύγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[φεύγω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.
|elnltext=συμ-φεύγω Att. ook ξυμφεύγω [σύν, φεύγω] samen (met...) vluchten, met dat. met iem. samen in (gedwongen) ballingschap gaan, met acc. v. h. inw. obj.. συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην hij ging in dezelfde ballingschap (als u) Plat. Ap. 21a.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφεύγω:''' (fut. συμφεύξομαι, aor. 2 συνέφυγον)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе бежать]] (τινί Her. и [[σύν]] τινι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе находиться в изгнании]]: ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην Plat. (Херефонт) также подвергся тогда изгнанию;<br /><b class="num">3)</b> [[бежать]], [[искать убежища]] (ἐν τὰς πόλεις Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[φεύγω]], [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>σὺν φεύγουσι συμφεύγειν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, <i>ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην</i>, συμμετέσχε σ' αυτήν την [[εξορία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[φεύγω]], [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>σὺν φεύγουσι συμφεύγειν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, <i>ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην</i>, συμμετέσχε σ' αυτήν την [[εξορία]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμφεύγω:''' (fut. συμφεύξομαι, aor. 2 συνέφυγον)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе бежать]] (τινί Her. и [[σύν]] τινι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе находиться в изгнании]]: ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην Plat. (Херефонт) также подвергся тогда изгнанию;<br /><b class="num">3)</b> [[бежать]], [[искать убежища]] (ἐν τὰς πόλεις Polyb.).
|lstext='''συμφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[φεύγω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-φεύγω Att. ook ξυμφεύγω [σύν, φεύγω] samen (met...) vluchten, met dat. met iem. samen in (gedwongen) ballingschap gaan, met acc. v. h. inw. obj.. συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην hij ging in dezelfde ballingschap (als u) Plat. Ap. 21a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br /><b class="num">1.</b> to [[flee]] [[along]] with, τινί Hdt., Eur., etc.; σὺν φεύγουσι συμφεύγειν Eur.<br /><b class="num">2.</b> to be [[banished]] [[along]] with or [[together]], ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in [[this]] [[banishment]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br /><b class="num">1.</b> to [[flee]] [[along]] with, τινί Hdt., Eur., etc.; σὺν φεύγουσι συμφεύγειν Eur.<br /><b class="num">2.</b> to be [[banished]] [[along]] with or [[together]], ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in [[this]] [[banishment]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφεύγω Medium diacritics: συμφεύγω Low diacritics: συμφεύγω Capitals: ΣΥΜΦΕΥΓΩ
Transliteration A: sympheúgō Transliteration B: sympheugō Transliteration C: symfeygo Beta Code: sumfeu/gw

English (LSJ)

fut. A -φεύξομαι E.Ph.1679:—flee along with, τινι Hdt.4.11; σὺν φεύγουσι συμφεύγω E.Heracl.26: abs., D.S.14.91. 2 to be banished along with, Lycurg.25; συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in this banishment, Pl.Ap.21a. II take refuge, ὠνομάσθαι Δίκτυνναν ἀπὸ τοῦ συμφυγεῖν εἰς ἁλιευτικὰ δίκτυα D.S.5.76; συμφευξόμεθα ἐπί . ., c. acc., we will have recourse to... Herod.Med. in Rh.Mus.58.72.

German (Pape)

[Seite 991] (s. φεύγω), mit, zugleich, zusammen fliehen; ἐγὼ σὺν φεύγουσι συμφεύγω τέκνοις, Eur. Heracl. 26; συμφεύξομαι πατρί, Phoen. 1673; ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, Plat. Apol. 21 a, wie Lycurg. 25; εἰς τὰς πόλεις, Pol. 4, 64, 8.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ξυνέφυγον;
1 fuir avec : τινι avec qqn;
2 être exilé avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, φεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φεύγω Att. ook ξυμφεύγω [σύν, φεύγω] samen (met...) vluchten, met dat. met iem. samen in (gedwongen) ballingschap gaan, met acc. v. h. inw. obj.. συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην hij ging in dezelfde ballingschap (als u) Plat. Ap. 21a.

Russian (Dvoretsky)

συμφεύγω: (fut. συμφεύξομαι, aor. 2 συνέφυγον)
1) вместе бежать (τινί Her. и σύν τινι Eur.);
2) вместе находиться в изгнании: ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην Plat. (Херефонт) также подвергся тогда изгнанию;
3) бежать, искать убежища (ἐν τὰς πόλεις Polyb.).

Greek Monolingual

Α
1. φεύγω μαζί με άλλους
2. εξορίζομαι μαζί με άλλους
3. καταφεύγω.

Greek Monotonic

συμφεύγω: μέλ. -φεύξομαι,
1. φεύγω, δραπετεύω μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν, σε Ευρ.
2. εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, συμμετέσχε σ' αυτήν την εξορία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
1. to flee along with, τινί Hdt., Eur., etc.; σὺν φεύγουσι συμφεύγειν Eur.
2. to be banished along with or together, ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in this banishment, Plat.