συναμπέχω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=envelopper entièrement, cacher.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀμπέχω]].
|btext=envelopper entièrement, cacher.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀμπέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αμπέχω geheel omhullen. Aeschl. PV 521.
}}
{{elru
|elrutext='''συναμπέχω:''' [[окутывать]], [[скрывать]] ([[σεμνόν]] τι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναμπέχω:''' και -αμπίσχω, [[σκεπάζω]] εντελώς, [[περιτυλίγω]], [[συγκαλύπτω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., <i>τί συναμπίσχει κόρας;</i> [[γιατί]] καλύπτεις τα μάτια [[σου]]; σε Ευρ.
|lsmtext='''συναμπέχω:''' και -αμπίσχω, [[σκεπάζω]] εντελώς, [[περιτυλίγω]], [[συγκαλύπτω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., <i>τί συναμπίσχει κόρας;</i> [[γιατί]] καλύπτεις τα μάτια [[σου]]; σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αμπέχω geheel omhullen. Aeschl. PV 521.
}}
{{elru
|elrutext='''συναμπέχω:''' [[окутывать]], [[скрывать]] ([[σεμνόν]] τι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=-αμπίσχω<br />to [[cover]] up [[closely]], to [[wrap]] up, Aesch.:—Mid., τί συναμπίσχει κόρας; why dost [[veil]] [[thine]] eyes? Eur.
|mdlsjtxt=-αμπίσχω<br />to [[cover]] up [[closely]], to [[wrap]] up, Aesch.:—Mid., τί συναμπίσχει κόρας; why dost [[veil]] [[thine]] eyes? Eur.
}}
}}

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναμπέχω Medium diacritics: συναμπέχω Low diacritics: συναμπέχω Capitals: ΣΥΝΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: synampéchō Transliteration B: synampechō Transliteration C: synampecho Beta Code: sunampe/xw

English (LSJ)

and συναμπίσχω, cover up together or cover up closely, wrap up, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις A.Pr.521:—Med., τί συναμπίσχῃ κόρας; why dost veil thine eyes? E.HF1111.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἔχω, ἀμπέχω), mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις; Aesch. Prom. 519.

French (Bailly abrégé)

envelopper entièrement, cacher.
Étymologie: σύν, ἀμπέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αμπέχω geheel omhullen. Aeschl. PV 521.

Russian (Dvoretsky)

συναμπέχω: окутывать, скрывать (σεμνόν τι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

συναμπέχω: καὶ -ίσχω, περικαλύπτω στενῶς ἢ ὁμοῦ, περικαλύπτω, περιτυλίσσω, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.

Greek Monolingual

και συναμπίσχω Α
περιβάλλω, καλύπτω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»].

Greek Monotonic

συναμπέχω: και -αμπίσχω, σκεπάζω εντελώς, περιτυλίγω, συγκαλύπτω, σε Αισχύλ. — Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; γιατί καλύπτεις τα μάτια σου; σε Ευρ.

Middle Liddell

-αμπίσχω
to cover up closely, to wrap up, Aesch.:—Mid., τί συναμπίσχει κόρας; why dost veil thine eyes? Eur.