συνευπορέω: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider de ses propres ressources.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐπορέω]].
|btext=-ῶ :<br />aider de ses propres ressources.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐπορέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ευπορέω mede voorzien in, helpen met, met gen..; ἀναλωμάτων (het dekken van) de uitgaven Apollod. [Dem.] 59.72; helpen manieren te bedenken om, met ὅπως -bijzin. Plut. Lyc. 15.8.
}}
{{elru
|elrutext='''συνευπορέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[давать в виде пособия]], [[уделять для помощи]] (τινί τι Dem. и τινί τινος Isae., Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[оказывать помощь]], [[помогать]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνευπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συνεισφέρω]] από κοινού, [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]] μαζί με άλλους, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[βοηθώ]] με τη [[συνεισφορά]] μου, [[συνεργώ]] προσφέροντας σε κάποιον, [[συνεπικουρώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βοηθώ]], [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ενός πράγματος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνευπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συνεισφέρω]] από κοινού, [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]] μαζί με άλλους, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[βοηθώ]] με τη [[συνεισφορά]] μου, [[συνεργώ]] προσφέροντας σε κάποιον, [[συνεπικουρώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βοηθώ]], [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ενός πράγματος, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ευπορέω mede voorzien in, helpen met, met gen..; ἀναλωμάτων (het dekken van) de uitgaven Apollod. [Dem.] 59.72; helpen manieren te bedenken om, met ὅπως -bijzin. Plut. Lyc. 15.8.
}}
{{elru
|elrutext='''συνευπορέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[давать в виде пособия]], [[уделять для помощи]] (τινί τι Dem. и τινί τινος Isae., Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[оказывать помощь]], [[помогать]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[help]] to [[contribute]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. rei, to [[assist]] by contributing [[towards]], Dem.<br /><b class="num">3.</b> to [[help]] in [[contriving]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[help]] to [[contribute]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. rei, to [[assist]] by contributing [[towards]], Dem.<br /><b class="num">3.</b> to [[help]] in [[contriving]], Plut.
}}
}}

Revision as of 00:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευπορέω Medium diacritics: συνευπορέω Low diacritics: συνευπορέω Capitals: ΣΥΝΕΥΠΟΡΕΩ
Transliteration A: syneuporéō Transliteration B: syneuporeō Transliteration C: synefporeo Beta Code: suneupore/w

English (LSJ)

A contribute, c.acc., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου . . συνευπορῆσαι D.33.6: abs., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Lycurg. 139. 2 c. dat. pers. et gen. rei, contribute towards, σ. τινὶ προικός Is.11.37; σ. ἐκείνῳ χρημάτων, αὐτῷ ἀναλωμάτων, D.8.19, 59.72. 3 generally, assist, help, τινι Din.1.58; help in contriving, σ. ὅπως ἂν . . Plu.Lyc.15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider de ses propres ressources.
Étymologie: σύν, εὐπορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ευπορέω mede voorzien in, helpen met, met gen..; ἀναλωμάτων (het dekken van) de uitgaven Apollod. [Dem.] 59.72; helpen manieren te bedenken om, met ὅπως -bijzin. Plut. Lyc. 15.8.

Russian (Dvoretsky)

συνευπορέω:
1) давать в виде пособия, уделять для помощи (τινί τι Dem. и τινί τινος Isae., Dem.);
2) оказывать помощь, помогать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνευπορέω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω συμπαρέχω, συμπορίζω, μετ’ αἰτ., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) μετὰ γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων πρός τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) καθόλου, βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. ὅπως… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.

Greek Monotonic

συνευπορέω: μέλ. -ήσω,
1. συνεισφέρω από κοινού, παρέχω, προμηθεύω, χορηγώ μαζί με άλλους, σε Δημ.
2. με γεν. πράγμ., βοηθώ με τη συνεισφορά μου, συνεργώ προσφέροντας σε κάποιον, συνεπικουρώ, στον ίδ.
3. βοηθώ, συμβάλλω, συντελώ στην επίτευξη ενός πράγματος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to help to contribute, Dem.
2. c. gen. rei, to assist by contributing towards, Dem.
3. to help in contriving, Plut.