συνημοσύνη: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> convention, engagement;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συνημοσύναι liens d'amitié.<br />'''Étymologie:''' [[συνήμων]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> convention, engagement;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συνημοσύναι liens d'amitié.<br />'''Étymologie:''' [[συνήμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνημοσύνη -ης, ἡ [συνίημι] afspraak, overeenkomst. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνημοσύνη:''' ἡ [[συνίημι]] соглашение, договор Hom. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συνημοσύνη:''' ἡ, χρησιμ. στον πληθ. όπως το <i>συνθῆκαι</i>· αμοιβαίες συμφωνίες, συνθήκες, συμβόλαια, συμβάσεις, επίσημες δεσμεύσεις ή υποσχέσεις, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''συνημοσύνη:''' ἡ, χρησιμ. στον πληθ. όπως το <i>συνθῆκαι</i>· αμοιβαίες συμφωνίες, συνθήκες, συμβόλαια, συμβάσεις, επίσημες δεσμεύσεις ή υποσχέσεις, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνημοσύνη''': ἡ, ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθυντ. ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνίαι, συνθῆκαι, ὑποσχέσεις ἐπίσημοι, μή μοι... συνημοσύνας ἀγόρευε, «μή μοι περὶ συνθηκῶν διαλέγου» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 261· πρβλ. [[συνθεσία]]. ΙΙ. δεσμοὶ φιλίας ἢ συγγενείας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1105· ἐν τῷ ἑνικῷ, Θεόγν. 284, μετὰ διαφ. γρ. [[φιλημοσύνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνημοσύνη]], ἡ,<br />used in plural, like συνθῆκαι, agreements, covenants, [[solemn]] promises, Il. [from [[συνήμων]] | |mdlsjtxt=[[συνημοσύνη]], ἡ,<br />used in plural, like συνθῆκαι, agreements, covenants, [[solemn]] promises, Il. [from [[συνήμων]] | ||
}} | }} |
Revision as of 22:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, in plural, A agreements, covenants, Il.22.261. II ties of friendship or relationship, A.R.1.300, 3.1105: sg., Thgn.284, as v.l. for φιλημοσύνῃ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 convention, engagement;
2 αἱ συνημοσύναι liens d'amitié.
Étymologie: συνήμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνημοσύνη -ης, ἡ [συνίημι] afspraak, overeenkomst.
Russian (Dvoretsky)
συνημοσύνη: ἡ συνίημι соглашение, договор Hom.
English (Autenrieth)
(ἵημι): only pl., compacts, Il. 22.261†.
Greek Monolingual
ἡ, Α συνήμων, -όνος]
1. επίσημη συμφωνία, συνθήκη
2. οικειότητα
3. συγγένεια.
Greek Monotonic
συνημοσύνη: ἡ, χρησιμ. στον πληθ. όπως το συνθῆκαι· αμοιβαίες συμφωνίες, συνθήκες, συμβόλαια, συμβάσεις, επίσημες δεσμεύσεις ή υποσχέσεις, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
συνημοσύνη: ἡ, ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθυντ. ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνίαι, συνθῆκαι, ὑποσχέσεις ἐπίσημοι, μή μοι... συνημοσύνας ἀγόρευε, «μή μοι περὶ συνθηκῶν διαλέγου» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 261· πρβλ. συνθεσία. ΙΙ. δεσμοὶ φιλίας ἢ συγγενείας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1105· ἐν τῷ ἑνικῷ, Θεόγν. 284, μετὰ διαφ. γρ. φιλημοσύνη.
Middle Liddell
συνημοσύνη, ἡ,
used in plural, like συνθῆκαι, agreements, covenants, solemn promises, Il. [from συνήμων