συναπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de marquer la connexion ; <i>t. de gramm.</i> συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, <i>c.</i> [[εἰ]], [[εἴπερ]], <i>etc. ; t. de gramm.</i> corrélatif.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de marquer la connexion ; <i>t. de gramm.</i> συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, <i>c.</i> [[εἰ]], [[εἴπερ]], <i>etc. ; t. de gramm.</i> corrélatif.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συναπτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сочинительный союз.<br />грам. соединительный, сочинительный ([[σύνδεσμος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, / [[συναπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[κατάλληλος]] στο να συνάπτει, [[συνδετικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύναψη]] τών νευρικών κυττάρων («[[συναπτικός]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συναπτική [[σχισμή]]»<br /><b>βιολ.</b> [[χώρος]] [[μεταξύ]] τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με [[πλάτος]] ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων<br />β) «συναπτικό [[κυστίδιο]]»<br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, [[κατά]] τη [[διέγερση]] από μια νευρική ώση<br />γ) «συναπτική [[μεταβίβαση]]»<br /><b>βιολ.</b> η [[μεταβίβαση]] τών μηνυμάτων που γίνεται [[μεταξύ]] τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή [[μεταξύ]] ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου<br /><b>αρχ.</b><br />1.(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει, να παγώνει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συναπτικὸς [[σύνδεσμος]]» ή, [[απλώς]], «[[συναπτικός]]» — [[συμπλεκτικός]] [[σύνδεσμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναπτικῶς</i> Α<br />[[συναπτώς]].
|mltxt=-ή, -ό, / [[συναπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[κατάλληλος]] στο να συνάπτει, [[συνδετικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύναψη]] τών νευρικών κυττάρων («[[συναπτικός]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συναπτική [[σχισμή]]»<br /><b>βιολ.</b> [[χώρος]] [[μεταξύ]] τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με [[πλάτος]] ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων<br />β) «συναπτικό [[κυστίδιο]]»<br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, [[κατά]] τη [[διέγερση]] από μια νευρική ώση<br />γ) «συναπτική [[μεταβίβαση]]»<br /><b>βιολ.</b> η [[μεταβίβαση]] τών μηνυμάτων που γίνεται [[μεταξύ]] τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή [[μεταξύ]] ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου<br /><b>αρχ.</b><br />1.(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει, να παγώνει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συναπτικὸς [[σύνδεσμος]]» ή, [[απλώς]], «[[συναπτικός]]» — [[συμπλεκτικός]] [[σύνδεσμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναπτικῶς</i> Α<br />[[συναπτώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''συναπτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сочинительный союз.<br />грам. соединительный, сочинительный ([[σύνδεσμος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπτικός Medium diacritics: συναπτικός Low diacritics: συναπτικός Capitals: ΣΥΝΑΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synaptikós Transliteration B: synaptikos Transliteration C: synaptikos Beta Code: sunaptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of adjusting, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα Phld.Piet.8. II Gramm., σ. σύνδεσμος or ὁ σ. alone, hypothetical conjunction (εἰ, εἴπερ, etc.), Chrysipp.Stoic.2.68, D.T. 642.32, Plu.2.386f, A.D.Conj.218.11. Adv. -κῶς, gloss on αὐτοσχεδόν, Sch.Hes.Sc.189; on ἄφαρ, Sch.D Od.2.169. III = συστρεπτικός, of cold, Gal.17(2).37.

German (Pape)

[Seite 1003] ή, όν, verbindend, anknüpfend, σύνδεσμος, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = εὐθέως, ἄφαρ, Schol. Od. 2, 169.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de marquer la connexion ; t. de gramm. συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, c. εἰ, εἴπερ, etc. ; t. de gramm. corrélatif.
Étymologie: συνάπτω.

Russian (Dvoretsky)

συναπτικός: II ὁ грам. сочинительный союз.
грам. соединительный, сочинительный (σύνδεσμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς σύναψιν, συνδετικός, συμπλεκτικός, σ. σύνδεσμος ἢ μόνον ὁ σ., σύνδεσμος συμπλεκτικός, Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.

Greek Monolingual

-ή, -ό, / συναπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνάπτω
κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός
νεοελλ.
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος»)
2. φρ. α) «συναπτική σχισμή»
βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με πλάτος ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων
β) «συναπτικό κυστίδιο»
βιολ. καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, κατά τη διέγερση από μια νευρική ώση
γ) «συναπτική μεταβίβαση»
βιολ. η μεταβίβαση τών μηνυμάτων που γίνεται μεταξύ τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή μεταξύ ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου
αρχ.
1.(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει, να παγώνει
2. φρ. «συναπτικὸς σύνδεσμος» ή, απλώς, «συναπτικός» — συμπλεκτικός σύνδεσμος.
επίρρ...
συναπτικῶς Α
συναπτώς.