συναναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> revenir ensemble en arrière;<br /><b>2</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναναστρέφομαι (<i>ao.</i> συνανεστρεψάμην, <i>ao.2 Pass.</i> συνανεστράφην);<br /><b>1</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><b>2</b> lutter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναστρέφω]].
|btext=<b>1</b> revenir ensemble en arrière;<br /><b>2</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναναστρέφομαι (<i>ao.</i> συνανεστρεψάμην, <i>ao.2 Pass.</i> συνανεστράφην);<br /><b>1</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><b>2</b> lutter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναστρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναναστρέφω''': ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ὁμοῦ]], ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).
|elnltext=συν-αναστρέφω act. intrans. samen terugkeren, samen teruggaan. med.-pass. omgaan (met), omgang hebben (met), met dat. Plut. Lyc. 17.1
}}
{{elru
|elrutext='''συναναστρέφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе поворачивать назад]], [[возвращаться]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. (aor. 2 συνανεστράφην) находиться в связи, жить вместе, общаться (τινί Diod., Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συναναστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> στρέφομαι προς τα [[πίσω]], αναστρέφομαι από κοινού, αμτβ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., ζω μαζί με ή [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., στον ίδ.
|lsmtext='''συναναστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> στρέφομαι προς τα [[πίσω]], αναστρέφομαι από κοινού, αμτβ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., ζω μαζί με ή [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναναστρέφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе поворачивать назад]], [[возвращаться]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. (aor. 2 συνανεστράφην) находиться в связи, жить вместе, общаться (τινί Diod., Plut.).
|lstext='''συναναστρέφω''': ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ὁμοῦ]], ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αναστρέφω act. intrans. samen terugkeren, samen teruggaan. med.-pass. omgaan (met), omgang hebben (met), met dat. Plut. Lyc. 17.1
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[turn]] [[back]] [[together]], intr., Plut.<br /><b class="num">II.</b> Pass. and Mid. to [[live]] [[along]] with or [[among]] others, c. dat., Plut.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[turn]] [[back]] [[together]], intr., Plut.<br /><b class="num">II.</b> Pass. and Mid. to [[live]] [[along]] with or [[among]] others, c. dat., Plut.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναστρέφω Medium diacritics: συναναστρέφω Low diacritics: συναναστρέφω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: synanastréphō Transliteration B: synanastrephō Transliteration C: synanastrefo Beta Code: sunanastre/fw

English (LSJ)

A turn back together, intr., J.BJ5.2.2, Plu.Galb.10, 25. II Pass. and Med., live together, associate with, τινι D.S.3.58, Plu.Lyc.17, Hierocl.p.58 A.; τοῖς πολίταις καλῶς SIG534.8 (Delph., iii B.C.); μοχθηρῶς φίλοις Carneisc.Herc.1027.13, cf. Phld.Rh.1.377 S.:—so in Act., Agatharch.42. 2 wrestle with, τινι LXX Ge. 30.8.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich zurückkehren, Plut. Galb. 10. – Pass. mit Einem umgehen, τινί, Plut. Lyc. 17.

French (Bailly abrégé)

1 revenir ensemble en arrière;
2 avoir des relations avec, vivre parmi;
Moy. συναναστρέφομαι (ao. συνανεστρεψάμην, ao.2 Pass. συνανεστράφην);
1 avoir des relations avec, vivre parmi;
2 lutter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναστρέφω act. intrans. samen terugkeren, samen teruggaan. med.-pass. omgaan (met), omgang hebben (met), met dat. Plut. Lyc. 17.1

Russian (Dvoretsky)

συναναστρέφω:
1) вместе поворачивать назад, возвращаться Plut.;
2) med.-pass. (aor. 2 συνανεστράφην) находиться в связи, жить вместе, общаться (τινί Diod., Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. συναναστρέφομαι.

Greek Monotonic

συναναστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στρέφομαι προς τα πίσω, αναστρέφομαι από κοινού, αμτβ., σε Πλούτ.
II. Παθ. και Μέσ., ζω μαζί με ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συναναστρέφω: ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ, ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) ἀγωνίζομαι κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).

Middle Liddell

fut. ψω
I. to turn back together, intr., Plut.
II. Pass. and Mid. to live along with or among others, c. dat., Plut.