τρίγονος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> engendré trois fois (Bacchus);<br /><b>2</b> <i>pl.</i> engendré au nombre de trois.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γίγνομαι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> engendré trois fois (Bacchus);<br /><b>2</b> <i>pl.</i> engendré au nombre de trois.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τρίγονος -ον [τρι -, γίγνομαι] van drie geboorten, drie:. τέκνα τρίγονα drie kinderen Eur. HF 1023. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίγονος:''' (ῐ) трижды рожденный: τρίγονοι κόραι Eur. три дочери. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''τρίγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]), [[τριπλά]] γεννημένος· στον πληθ. [[απλώς]] = [[τρεῖς]], [[τρία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''τρίγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]), [[τριπλά]] γεννημένος· στον πληθ. [[απλώς]] = [[τρεῖς]], [[τρία]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρίγονος''': -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, [[Διόνυσος]] Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ἁπλῶς]] = [[τρεῖς]], τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ [[τρεῖς]]». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρί-γονος, ον, [[γίγνομαι]]<br />[[thrice]]-[[born]]: in plural [[simply]] = [[τρεῖς]], [[three]], Eur. | |mdlsjtxt=τρί-γονος, ον, [[γίγνομαι]]<br />[[thrice]]-[[born]]: in plural [[simply]] = [[τρεῖς]], [[three]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 2 October 2022
English (LSJ)
(proparox.), ον, A thrice-born, Διόνυσος Orph.H.30.2. II in plural simply = τρεῖς, three, τέκνα τ. E.HF1023; κόραι τ. Id.Ion 496 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 1142] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 engendré trois fois (Bacchus);
2 pl. engendré au nombre de trois.
Étymologie: τρεῖς, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίγονος -ον [τρι -, γίγνομαι] van drie geboorten, drie:. τέκνα τρίγονα drie kinderen Eur. HF 1023.
Russian (Dvoretsky)
τρίγονος: (ῐ) трижды рожденный: τρίγονοι κόραι Eur. три дочери.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος
2. στον πληθ. τρίγονοι, -α
τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί-γονος].
Greek Monotonic
τρίγονος: -ον (γίγνομαι), τριπλά γεννημένος· στον πληθ. απλώς = τρεῖς, τρία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγονος: -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, Διόνυσος Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἁπλῶς = τρεῖς, τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ τρεῖς».
Middle Liddell
τρί-γονος, ον, γίγνομαι
thrice-born: in plural simply = τρεῖς, three, Eur.