φυλαρχία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />charge de [[φύλαρχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />charge de [[φύλαρχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῡλαρχία:''' ἡ [[должность или звание филарха]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῡλαρχία:''' ἡ, το [[αξίωμα]] του <i>φυλάρχου</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''φῡλαρχία:''' ἡ, το [[αξίωμα]] του <i>φυλάρχου</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῡλαρχία:''' ἡ [[должность или звание филарха]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῡλαρχία, ἡ,<br />the [[office]] of [[φύλαρχος]], Arist. [from [[φύλαρχος]]
|mdlsjtxt=φῡλαρχία, ἡ,<br />the [[office]] of [[φύλαρχος]], Arist. [from [[φύλαρχος]]
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλαρχία Medium diacritics: φυλαρχία Low diacritics: φυλαρχία Capitals: ΦΥΛΑΡΧΙΑ
Transliteration A: phylarchía Transliteration B: phylarchia Transliteration C: fylarchia Beta Code: fularxi/a

English (LSJ)

ἡ, office of φύλαρχος, Arist.Pol.1322b5 (pl.), Com.Adesp.25.4 D. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, das Amt des φυλάρχης, Arist. pol. 6, 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de φύλαρχος.

Russian (Dvoretsky)

φῡλαρχία:должность или звание филарха Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ φυλάρχου, Ἀριστοτ. Πολιτικ. 6. 8, 15.

Greek Monolingual

ἡ, Α φύλαρχος
1. (στην Αθήνα) το αξίωμα του φυλάρχου, του διοικητή του ιππικού κάθε φυλής
2. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις».

Greek Monotonic

φῡλαρχία: ἡ, το αξίωμα του φυλάρχου, σε Αριστ.

Middle Liddell

φῡλαρχία, ἡ,
the office of φύλαρχος, Arist. [from φύλαρχος