ψευσίστυξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />qui hait le mensonge.<br />'''Étymologie:''' [[ψεύδω]], [[στυγέω]]. | |btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />qui hait le mensonge.<br />'''Étymologie:''' [[ψεύδω]], [[στυγέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευσίστυξ:''' στῠγος adj. ненавидящий ложь ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψευσίστυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[στυγέω]]), αυτός που μισεί το [[ψέμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ψευσίστυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[στυγέω]]), αυτός που μισεί το [[ψέμα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ψευσί-στυξ, ῠγος, [[στυγέω]]<br />[[hating]] [[falsehood]], Anth. | |mdlsjtxt=ψευσί-στυξ, ῠγος, [[στυγέω]]<br />[[hating]] [[falsehood]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, hating falsehood, epith of Apollo, AP9.525.24.
German (Pape)
[Seite 1396] υγος, die Lüge, den Betrug hassend, Apollo, Hymn. (IX, 525).
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
qui hait le mensonge.
Étymologie: ψεύδω, στυγέω.
Russian (Dvoretsky)
ψευσίστυξ: στῠγος adj. ненавидящий ложь (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ψευσίστυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὸ ψεῦδος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, Α
άτομο που μισεί το ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ- του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην), σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (βλ. λ. τέρπω) + στύξ «μίσος, αποστροφή» (βλ. λ. στυγῶ)].
Greek Monotonic
ψευσίστυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (στυγέω), αυτός που μισεί το ψέμα, σε Ανθ.