ψευδάδελφος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />faux frère.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀδελφός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />faux frère.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀδελφός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ψευδάδελφος -ου, ὁ [ψευδής, ἀδελφός] valse broeder. NT. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευδάδελφος:''' ὁ [[лжебрат]], [[мнимый член братии]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''ψευδάδελφος:''' ὁ, [[ψευδής]] ή [[δόλιος]] [[αδελφός]], [[ψευτοχριστιανός]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ψευδάδελφος:''' ὁ, [[ψευδής]] ή [[δόλιος]] [[αδελφός]], [[ψευτοχριστιανός]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ψευδάδελφος''': ὁ, [[ψευδὴς]] ἀδελφὸς, προσποιούμενος τὸν Χριστιανὸν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:45, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, false brother, pretended Christian, 2 Ep.Cor. 11.26, Ep.Gal.2.4, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1393] ὁ, falscher, unächter Bruder, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
faux frère.
Étymologie: ψευδής, ἀδελφός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδάδελφος -ου, ὁ [ψευδής, ἀδελφός] valse broeder. NT.
Russian (Dvoretsky)
ψευδάδελφος: ὁ лжебрат, мнимый член братии NT.
English (Strong)
from ψευδής and ἀδελφός; a spurious brother, i.e. pretended associate: false brethren.
English (Thayer)
ψευδαδελφου, ὁ (ψευδής and ἀδελφός), a false brother, i. e. one who ostentatiously professes to be a Christian, but is destitute of Christian knowledge and piety: Galatians 2:4.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. άτομο που προσποιείται τον αδελφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) άτομο που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ αδελφός, ως χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀδελφός.
Greek Monotonic
ψευδάδελφος: ὁ, ψευδής ή δόλιος αδελφός, ψευτοχριστιανός, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
ψευδάδελφος: ὁ, ψευδὴς ἀδελφὸς, προσποιούμενος τὸν Χριστιανὸν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4, Ἐκκλ.
Middle Liddell
ψευδ-άδελφος, ὁ,
a false brother, NTest.
Chinese
原文音譯:yeud£delfoj 普修得阿得而賀士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:假-(弟兄)
字義溯源:假弟兄;由(ψευδής)=假的)與(ἀδελφός)=弟兄)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (ἀδελφός)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(δελεάζω)Y*=母腹)組成
出現次數:總共(2);林後(1);加(1)
譯字彙編:
1) 假弟兄(2) 林後11:26; 加2:4