Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνακτορία: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de diriger (un cheval);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> souveraineté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάκτωρ]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de diriger (un cheval);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> souveraineté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάκτωρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακτορία:''' ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακτορία:''' ἡ ([[ἀνάκτωρ]]), [[διαχείριση]] αλόγων, [[χειρισμός]], διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἀνακτορία:''' ἡ ([[ἀνάκτωρ]]), [[διαχείριση]] αλόγων, [[χειρισμός]], διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακτορία:''' ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνάκτωρ]]<br />[[management]] of horses, Hhymn.
|mdlsjtxt=[[ἀνάκτωρ]]<br />[[management]] of horses, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτορία Medium diacritics: ἀνακτορία Low diacritics: ανακτορία Capitals: ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ
Transliteration A: anaktoría Transliteration B: anaktoria Transliteration C: anaktoria Beta Code: a)naktori/a

English (LSJ)

ἡ, (ἀνάκτωρ) lordship, rule, A.R.1.839; management of horses, h.Ap.234.

German (Pape)

[Seite 194] die Lenkung, ἴππων H. h. Apoll. 234; Herrschaft, Ap. Rh. 1, 839 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de diriger (un cheval);
2 fig. souveraineté.
Étymologie: ἀνάκτωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακτορία: ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτορία: ἡ, (ἀνάκτωρ), ἡγεμονία, κυριότης, κυβέρνησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 839: ἵππων διοίκησις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 234.

Greek Monolingual

ἀνακτορία, η (ΑΜ) ἀνάκτωρ
1. το αξίωμα του άνακτος, εξουσία, ηγεμονία
2. διοίκηση του ιππικού.

Greek Monotonic

ἀνακτορία: ἡ (ἀνάκτωρ), διαχείριση αλόγων, χειρισμός, διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἀνάκτωρ
management of horses, Hhymn.