ἀντεπιβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=tendre une embuscade à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιβουλεύω]].
|btext=tendre une embuscade à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιβουλεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεπιβουλεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[со своей стороны прибегать к интригам]] (προεπιβουλεύειν τινὶ [[μᾶλλον]] ἢ ἀ. Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[устраивать засаду]] (ἀλλήλοις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω επίβουλα σχέδια ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω επίβουλα σχέδια ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεπιβουλεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[со своей стороны прибегать к интригам]] (προεπιβουλεύειν τινὶ [[μᾶλλον]] ἢ ἀ. Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[устраивать засаду]] (ἀλλήλοις Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[form]] [[counter]]-designs, Thuc.
|mdlsjtxt=to [[form]] [[counter]]-designs, Thuc.
}}
}}

Revision as of 17:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιβουλεύω Medium diacritics: ἀντεπιβουλεύω Low diacritics: αντεπιβουλεύω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: antepibouleúō Transliteration B: antepibouleuō Transliteration C: antepivouleyo Beta Code: a)ntepibouleu/w

English (LSJ)

form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.

Spanish (DGE)

maquinar a su vez contra αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.Epit.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.Protr.20 (p.103.12)
abs. Th.3.12.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιβουλεύω:
1) со своей стороны прибегать к интригам (προεπιβουλεύειν τινὶ μᾶλλον ἢ ἀ. Thuc.);
2) устраивать засаду (ἀλλήλοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.

Greek Monolingual

ἀντεπιβουλεύω (Α)
κάνω σχέδια εναντίον κάποιου που κάνει το ίδιο εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντεπιβουλεύω: μέλ. -σω, κάνω επίβουλα σχέδια ως ανταπόδοση, σε Θουκ.

Middle Liddell

to form counter-designs, Thuc.