ἀποδασμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />partie détachée d'un tout, fraction.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδαίομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />partie détachée d'un tout, fraction.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδαίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδασμός:''' ὁ [[обособившаяся часть]] (Θεσσαλῶν Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδασμός:''' ὁ, [[μερίδα]], το [[μέρος]] ενός όλου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποδασμός:''' ὁ, [[μερίδα]], το [[μέρος]] ενός όλου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδασμός:''' ὁ [[обособившаяся часть]] (Θεσσαλῶν Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδατέομαι]]<br />a [[division]], [[part]] of a [[whole]], Thuc.
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδατέομαι]]<br />a [[division]], [[part]] of a [[whole]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδασμός Medium diacritics: ἀποδασμός Low diacritics: αποδασμός Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: apodasmós Transliteration B: apodasmos Transliteration C: apodasmos Beta Code: a)podasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἀποδατέομαι) division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
partie détachée d'un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδασμός:обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.

Greek Monolingual

ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.

Greek Monotonic

ἀποδασμός: ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀποδατέομαι
a division, part of a whole, Thuc.