ἀποδοκιμάω: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[ἀποδοκιμάζω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[ἀποδοκιμάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδοκῐμάω:''' ион. = [[ἀποδοκιμάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκιμάω:''' = [[ἀποδοκιμάζω]], [[απορρίπτω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποδοκιμάω:''' = [[ἀποδοκιμάζω]], [[απορρίπτω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδοκῐμάω:''' ион. = [[ἀποδοκιμάζω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἀποδοκιμάζω]]<br />to [[reject]], Hdt.
|mdlsjtxt== [[ἀποδοκιμάζω]]<br />to [[reject]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδοκῐμάω Medium diacritics: ἀποδοκιμάω Low diacritics: αποδοκιμάω Capitals: ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΩ
Transliteration A: apodokimáō Transliteration B: apodokimaō Transliteration C: apodokimao Beta Code: a)podokima/w

English (LSJ)

= ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.

Spanish (DGE)

rechazar οὐδένα Hdt.1.199.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.

Greek Monotonic

ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

= ἀποδοκιμάζω
to reject, Hdt.