ἀταλάφρων: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l'esprit enfantin, naïf.<br />'''Étymologie:''' [[ἀταλός]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l'esprit enfantin, naïf.<br />'''Étymologie:''' [[ἀταλός]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀταλάφρων:''' 2, gen. ονος не знающий забот, безмятежный ([[παῖς]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀταλάφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που έχει τρυφερό νου, ελαφρύ [[μυαλό]], λέγεται για [[παιδί]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀταλάφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που έχει τρυφερό νου, ελαφρύ [[μυαλό]], λέγεται για [[παιδί]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φρήν]]<br />[[tender]]-[[minded]], of a [[child]], Il. | |mdlsjtxt=[[φρήν]]<br />[[tender]]-[[minded]], of a [[child]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰτ], ον, gen. ονος, (φρονέω) tender-minded, gentle spirited, guileless, of a child in arms, Il.6.400, Q.S.13.122:—also in form ἀταλόφρων, IG12(8).600.14 (Thasos).
Spanish (DGE)
(ἀτᾰλάφρων) -ονος, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ἀταλόφρων IG 12(8).600.14 (Tasos II d.C.), Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-λᾱ]
1 tierno, inocente ref. a niños ἀμφίπολος κίεν ... παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ' ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Il.6.400, τὸ παῖδα ἀταλάφρονα κεκλῆσθαι ἔθος Clem.Al.Paed.1.5.19, cf. IG l.c., Q.S.13.122, Hsch., ref. a doncellas Ἀθηναίη ... παρθενικῇ ἀταλάφρονι πάντ' εἰκυῖα Q.S.12.107.
2 adv. -όνως sin madurez mental, torpemente Leont.H.Monoph.M.86.1845A.
• Etimología: Regresivo de ἀταλά φρονέων c. el primer término en ac. Otros lo derivan de ταλάφρων ‘temeroso’ c. ἀ- priv., pero v. ἀταλός.
German (Pape)
[Seite 383] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit enfantin, naïf.
Étymologie: ἀταλός, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀταλάφρων: 2, gen. ονος не знающий забот, безмятежный (παῖς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀταλάφρων: -ον, γεν. ονος (φρονέω) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ ἁπαλόφρων, ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. ἀταλόφρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
English (Autenrieth)
(ἀταλός, φρήν): merryhearted, Il. 6.400†.
Greek Monolingual
ἀταλάφρων, -ον (Α)
(για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α' συνθετικό το επίθ. αταλός στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία αρχικός είναι ο τ. αταλάφρων (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. αταλός) προερχόμενος από α- στερ. + ταλάφρων «καρτερόψυχος, ανθεκτικός» και με σημασία «έντρομος, φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη συμπεριφορά του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό χωρίο (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως είναι ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό φωνήεν -α-), υστερεί σημασιολογικά, αφού πουθενά δεν παραδίδεται η λ. αταλάφρων με τη σημασία «δειλός, έντρομος, φοβισμένος»].
Greek Monotonic
ἀταλάφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), αυτός που έχει τρυφερό νου, ελαφρύ μυαλό, λέγεται για παιδί, σε Ομήρ. Ιλ.