ἐπιρράπτω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=coudre à <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥάπτω]].
|btext=coudre à <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρράπτω:''' [[нашивать]], [[пришивать]] ([[ἐπίβλημα]] ἐπὶ ἱματίῳ NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] ή [[συρράπτω]] πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπιρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] ή [[συρράπτω]] πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρράπτω:''' [[нашивать]], [[пришивать]] ([[ἐπίβλημα]] ἐπὶ ἱματίῳ NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to sew or [[stitch]] on, NTest.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to sew or [[stitch]] on, NTest.
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρράπτω Medium diacritics: ἐπιρράπτω Low diacritics: επιρράπτω Capitals: ΕΠΙΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: epirráptō Transliteration B: epirraptō Transliteration C: epirrapto Beta Code: e)pirra/ptw

English (LSJ)

aor. 2 A ἐπέρρᾰφον Nonn.D.9.3, al.:—sew or stitch on, τι ἐπὶ ἱμάτιον Ev.Marc.2.21: metaph., δόλον δόλῳ Nonn.D.42.315. 2. sew up, in Pass., Gal. 18(2).579.

French (Bailly abrégé)

coudre à ou sur.
Étymologie: ἐπί, ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρράπτω: нашивать, пришивать (ἐπίβλημα ἐπὶ ἱματίῳ NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρράπτω: ῥάπτω τι ἐπάνω εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, εἶναι πιθ. ἐφθαρμένος.

English (Thayer)

(T Tr WH ἐπιράπτω, see Rho); (ῤάπτω to sew); to sew upon, sew to: ἐπί τίνι (R G; others τινα), Mark 2:21.

Greek Monolingual

ἐπιρράπτω)
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)
αρχ.
1. ράβω μέσα σε κάτιΖεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.)
2. συρράπτω, συνδέω.

Greek Monotonic

ἐπιρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω ή συρράπτω πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. ψω
to sew or stitch on, NTest.