κογχυλιάτης: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κογχῠλιά¯της, ου,<br />[[full]] of shells, [[λίθος]] κογχ. shelly [[marble]], Xen.
|mdlsjtxt=κογχῠλιά¯της, ου,<br />[[full]] of shells, [[λίθος]] κογχ. shelly [[marble]], Xen.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ὁ, = [[κογχίτης]]; [[λίθος]] Xen. <i>An</i>. 3.4.10.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κογχῠλιᾱ́της Medium diacritics: κογχυλιάτης Low diacritics: κογχυλιάτης Capitals: ΚΟΓΧΥΛΙΑΤΗΣ
Transliteration A: konchyliátēs Transliteration B: konchyliatēs Transliteration C: kogchyliatis Beta Code: kogxulia/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, = κογχίτης, X.An.3.4.10, Philostr.VA2.20.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui porte des empreintes de coquillages.
Étymologie: κογχύλιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κογχυλιάτης -ου, ὁ [κογχύλιον] met schelpen; λίθος κ. kalksteen (waarin versteende schelpen voorkomen).

Russian (Dvoretsky)

κογχῠλιάτης: ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины (λίθος Xen.).

Greek Monolingual

ο (Α κογχυλιάτης)
ο κογχίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. -ιάτης, (πρβλ. λειμωνιάτης, πωγωνιάτης)].

Greek Monotonic

κογχῠλιάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ο γεμάτος κοχύλια, λίθος κογχ., μάρμαρο που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κογχυλιάτης: ᾱ, ου, ὁ, = κογχίτης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10, Φιλόστρ. 71.

Middle Liddell

κογχῠλιά¯της, ου,
full of shells, λίθος κογχ. shelly marble, Xen.

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, = κογχίτης; λίθος Xen. An. 3.4.10.