κοτυλήρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.
|elnltext=κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοτῠλ-ήρῠτος, ον [[ἀρύω]]<br />that can be [[drawn]] in cups, i. e. [[flowing]] [[copiously]], [[streaming]], Il.
|mdlsjtxt=κοτῠλ-ήρῠτος, ον [[ἀρύω]]<br />that can be [[drawn]] in cups, i. e. [[flowing]] [[copiously]], [[streaming]], Il.
}}
{{pape
|ptext=([[ἀρύω]]), <i>mit [[Bechern]] zu [[schöpfen]]</i>, d.i. <i>[[reichlich]] [[fließend]]</i>; [[αἷμα]] <i>Il</i>. 23.34; [[ὄξος]], d.i. eine Kotyle [[Essig]], Nic. <i>Th</i>. 539; nach Ath. XI.479a ὃ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δύναται; vgl. [[κοτύλη]] und <i>Schol. Eur. Hipp</i>. 122. – Die [[Schreibart]] κοτυλήρρυτος, auf der [[Ableitung]] von [[ῥέω]] [[beruhend]], ist auch nach den [[Erklärungen]] der [[Alten]] [[falsch]].
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλήρῠτος Medium diacritics: κοτυλήρυτος Low diacritics: κοτυλήρυτος Capitals: ΚΟΤΥΛΗΡΥΤΟΣ
Transliteration A: kotylḗrytos Transliteration B: kotylērytos Transliteration C: kotylirytos Beta Code: kotulh/rutos

English (LSJ)

ον, (ἀρύω) A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34. 2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλήρῠτος: который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий (αἷμα Hom.).

English (Autenrieth)

(ἀρύω): that may be caught in cups, streaming, Il. 23.34†.

Greek Monolingual

κοτυλήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι
2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευήρυτος, κυλικήρυτος].

Greek Monotonic

κοτῠλήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.

Middle Liddell

κοτῠλ-ήρῠτος, ον ἀρύω
that can be drawn in cups, i. e. flowing copiously, streaming, Il.

German (Pape)

(ἀρύω), mit Bechern zu schöpfen, d.i. reichlich fließend; αἷμα Il. 23.34; ὄξος, d.i. eine Kotyle Essig, Nic. Th. 539; nach Ath. XI.479a ὃ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δύναται; vgl. κοτύλη und Schol. Eur. Hipp. 122. – Die Schreibart κοτυλήρρυτος, auf der Ableitung von ῥέω beruhend, ist auch nach den Erklärungen der Alten falsch.