πεῖσα: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.
|elnltext=πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />poet. for [[πειθώ]], [[obedience]], ἐν πείσηι [[κραδίη]] μένε, i. e. it remained [[calm]], Od.
|mdlsjtxt=<br />poet. for [[πειθώ]], [[obedience]], ἐν πείσηι [[κραδίη]] μένε, i. e. it remained [[calm]], Od.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, Hom. statt [[πειθώ]], [[πεῖσις]], <i>[[Überredung]], [[Beschwichtigung]]</i>; τῷ δ' ἐν πείσῃ [[κραδίη]] μένε, <i>Od</i>. 20.23, <i>das Herz blieb in [[ruhiger]] [[Haltung]], [[Fassung]]</i>, was Einige durch πειθοῖ erkl., [[Andere]], auf [[πεῖσμα]] [[zurückführend]] (πείσματι καὶ χώρᾳ, Hesych.). für eine [[Metapher]] hielten, die von einem durch Taue [[ruhig]] [[liegend]] erhaltenen [[Schiffe]] [[entlehnt]] sei; vgl. noch Plut. <i>coh. ira</i> 1, ἔρωτι γὰρ οὐδ' [[αὐτῷ]] [[πολλάκις]] ἔχοντι κατὰ χώραν ἐν τῇ Ὁμηρικῇ πείσῃ μένοντα τὸν θυμόν.
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσα Medium diacritics: πεῖσα Low diacritics: πείσα Capitals: ΠΕΙΣΑ
Transliteration A: peîsa Transliteration B: peisa Transliteration C: peisa Beta Code: pei=sa

English (LSJ)

ης, ἡ, (πείθω) poet. for πειθώ, obedience, τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, i.e. it remained calm, Od.20.23, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.

Russian (Dvoretsky)

πεῖσα: ион. πείση ἡ послушание, покорность (ἐν πείσῃ μένειν Hom.).

English (Autenrieth)

(πείθω): obedience, ‘subjection,’ Od. 20.23†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ. του πειθώ)
1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ
2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῑα νωμελέως», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -ja].

Greek Monotonic

πεῖσα: -ης, ἡ, ποιητ. αντί πειθώ, υπακοή, ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσα: -ης, -ἡ, (πείθω) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, ὑπακοή, ἀταραξία, τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. ἔμενεν ἥσυχος, Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.

Middle Liddell


poet. for πειθώ, obedience, ἐν πείσηι κραδίη μένε, i. e. it remained calm, Od.

German (Pape)

ἡ, Hom. statt πειθώ, πεῖσις, Überredung, Beschwichtigung; τῷ δ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, Od. 20.23, das Herz blieb in ruhiger Haltung, Fassung, was Einige durch πειθοῖ erkl., Andere, auf πεῖσμα zurückführend (πείσματι καὶ χώρᾳ, Hesych.). für eine Metapher hielten, die von einem durch Taue ruhig liegend erhaltenen Schiffe entlehnt sei; vgl. noch Plut. coh. ira 1, ἔρωτι γὰρ οὐδ' αὐτῷ πολλάκις ἔχοντι κατὰ χώραν ἐν τῇ Ὁμηρικῇ πείσῃ μένοντα τὸν θυμόν.