τριτοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐτο-βά¯μων, ον, [[βαίνω]]<br />forming a [[third]] [[foot]], Eur.
|mdlsjtxt=τρῐτο-βά¯μων, ον, [[βαίνω]]<br />forming a [[third]] [[foot]], Eur.
}}
{{pape
|ptext=ονος, <i>als dritter [[gehend]], den dritten Fuß [[bildend]]</i>, [[βάκτρον]] Eur. <i>[[Troad]]</i>. 288.
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτοβᾱ́μων Medium diacritics: τριτοβάμων Low diacritics: τριτοβάμων Capitals: ΤΡΙΤΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tritobámōn Transliteration B: tritobamōn Transliteration C: tritovamon Beta Code: tritoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, forming a third foot, βάκτρον E. Tr. 275 (lyr.); cf. τρίπους ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui fait office de troisième pied (bâton).
Étymologie: τρίτος, βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτοβᾱ́μων -ον, gen. -ονος [τρίτος, βαίνω] Dor. als derde voet:. ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου ik, die voor mijn hand een stok als derde voet nodig heb Eur. Tr. 275.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτοβάμων: 2, gen. ονος идущий в качестве третьего, т. е. служащий (как бы) третьей ногой: τριτοβάμονος δεύεσθαι βάκτρου Eur. нуждаться в палке для ходьбы.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ Α
φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» — με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο-βάμων].

Greek Monotonic

τρῐτοβάμων: [ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο πόδι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτοβάμων: [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον πόδα, ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ βάκτρον, ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ βάκτρον) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. τρίπους ΙΙ.

Middle Liddell

τρῐτο-βά¯μων, ον, βαίνω
forming a third foot, Eur.

German (Pape)

ονος, als dritter gehend, den dritten Fuß bildend, βάκτρον Eur. Troad. 288.