Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γυιοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=γυιοβαρής -ές [γυῖον, βάρος] die de ledematen zwaar maakt.
|elnltext=γυιοβαρής -ές [γυῖον, βάρος] [[die de ledematen zwaar maakt]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοβαρής Medium diacritics: γυιοβαρής Low diacritics: γυιοβαρής Capitals: ΓΥΙΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: gyiobarḗs Transliteration B: guiobarēs Transliteration C: gyiovaris Beta Code: guiobarh/s

English (LSJ)

ές, weighing down the limbs, παλαίσματα, κάματος, A. Ag.63 (lyr.), AP10.12.

Spanish (DGE)

(γυιοβᾰρής) -ές
que hace pesados los miembros πολλὰ παλαίσματα A.A.63, κάματος AP 10.12, Διόνυσος Tz.PH 718.

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder beschwerend, παλαίσματα Aesch. Ag. 61; κάματος Ep. ad. (X, 12).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui alourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, βάρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοβαρής -ές [γυῖον, βάρος] die de ledematen zwaar maakt.

Russian (Dvoretsky)

γυιοβᾰρής: отягощающий члены, т. е. утомительный, изнурительный (παλαίσματα Aesch.; κάματος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γυιοβᾰρής: -ές, ὁ τὰ μέλη καταβαρύνων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Ἀνθ. Π. 10. 12.

Greek Monolingual

γυιοβαρής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)].

Greek Monotonic

γυιοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που βαραίνει τα μέλη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γυῖον, βαρύς
weighing down the limbs, Aesch.