κακοξύνετος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep. | |elnltext=κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] [[slinks]], [[sluw]], [[leep]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:44, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, wise for evil, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ not less wise, but more wise for evil, Th. 6.76.
German (Pape)
[Seite 1301] zum Bösen klug, arglistig, Thuc. 6, 76 im comparat., nach Schol. πανουργότερος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
habile dans l'art de faire le mal;
seul. Cp. κακοξυνετώτερος.
Étymologie: κακός, σύνετος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοξύνετος: хитрый, способный на плутни, злокозненный, коварный, зловредный: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.
Greek (Liddell-Scott)
κακοξύνετος: -ον, συνετὸς εἰς τὸ κακόν, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ, οὐχὶ ὀλιγώτερον συνετοῦ ἀλλὰ συνετωτέρου εἰς τὸ κακόν, Θουκ. σ. 76.
Greek Monolingual
κακοξύνετος, -ον (Α)
ευφυής, συνετός στο κακό («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» — όχι λιγότερο συνετού, αλλά συνετότερου στο κακό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ξυνετός].
Greek Monotonic
κᾰκοξύνετος: -ον, αυτός που έχει φρόνιμη σκέψη προς το κακό, πανούργος, δόλιος, σε Θουκ.