κακογείτων: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακογείτων -ον, gen. -ονος [κακός, γείτων] buurman van zijn ongeluk.
|elnltext=κακογείτων -ον, gen. -ονος [κακός, γείτων] [[buurman van zijn ongeluk]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκογείτων Medium diacritics: κακογείτων Low diacritics: κακογείτων Capitals: ΚΑΚΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: kakogeítōn Transliteration B: kakogeitōn Transliteration C: kakogeiton Beta Code: kakogei/twn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A a bad neighbour, Call.Cer.118. 2 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα neighbour to his misery, S.Ph.692 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1299] ονος, ὁ, Unglücksgefährte; Soph. Phil. 689 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα παρ' ᾡ στόνον ἀποκλαύσειεν, keinen Gefährten des Unglücks, od. mit στόνος verbunden, das Geseufz über das Unglück, das wieder ein unangenehmer Genosse ist, vgl. Lob. Phryn. 601; κακογείτονες ἐχθροί Callim. Cer. 118.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
voisin de malheur, qui est proche du malheur.
Étymologie: κακός, γείτων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακογείτων -ον, gen. -ονος [κακός, γείτων] buurman van zijn ongeluk.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκογείτων:товарищ (досл. сосед) в беде: οὐν ἔχων τινὰ ἔγχωρον κακογείτονα Soph. (больной Филоктет), лишенный в своем несчастье близкого человека.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκογείτων: -ον, γεν. ονος, κακὸς γείτων, Καλλ. εἰς Δήμ. 117· ― ἀλλ’ ἐν Σοφ. Φιλ. 692, οὐδέ τιν’ ἐγχώρων κακογείτονα, δηλ. γείτονα κακῶν, ἢ ἐν κακοῖς, ἵνα ᾖ πλησίον αὐτοῦ ὅταν πάσχῃ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

κακογείτων, -ον (Α)
ο κακός γείτονας.

Greek Monotonic

κᾰκογείτων: -ον, γεν. -ονος, κακός γείτονας ή αυτός που βρίσκεται κοντά στην δυστυχία κάποιου, σε Σοφ.

Middle Liddell

κᾰκογείτων, ονος,
a bad neighbour or a neighbour to his misery, Soph.