καταληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[останавливающий]], [[прекращающий]]: καταληπτικός τοῦ θορυβητικοῦ Arph. умеющий унимать шум;<br /><b class="num">2)</b> [[схватывающий]], [[восприимчивый]] ([[φαντασία]] Plut., Luc., Sext.).
|elrutext='''καταληπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[останавливающий]], [[прекращающий]]: καταληπτικός τοῦ θορυβητικοῦ Arph. умеющий унимать шум;<br /><b class="num">2</b> [[схватывающий]], [[восприимчивый]] ([[φαντασία]] Plut., Luc., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταληπτικός Medium diacritics: καταληπτικός Low diacritics: καταληπτικός Capitals: ΚΑΤΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katalēptikós Transliteration B: katalēptikos Transliteration C: kataliptikos Beta Code: katalhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A able to check, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ = superlatively terminative of the obstreperative, Ar.Eq.1380.
2 conveying direct apprehension of an object, καταληπτικὴ φαντασία Stoic.2.26, etc.; καταληπτικὸς λόγος Phld.Rh. 2.120 S.; τὸ καταληπτικόν = understanding faculty M.Ant.4.22. Adv. καταληπτικῶς = by direct apprehension, Stoic.2.27; manifestly, φαίνεσθαι Cleom.1.8.

German (Pape)

[Seite 1360] ή, όν, zum Erfassen, Auffassen, Begreifen geschickt; φαντασία Luc. Conv. 23, wie Plut. plac. philos. 4, 8; M. Ant. 4, 22; S. Emp. pyrrh. 1, 68; κριτήριον κ. 2, 63; auch καταληπτικοί, adv. eth. 75; κατ. τοῦ θορυβητικοῦ Ar. Equ. 1380 erkl. Schol. προκαταλαμβανόμενος τοὺς ἀκούοντας, ὥςτε θόρυβον μὴ κινῆσαι.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 apte à retenir, à arrêter;
2 apte à comprendre ; τὸ καταληπτικόν la faculté de comprendre.
Étymologie: καταλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταληπτικός -η -ον [καταλαμβάνω] in staat in toom te houden, met gen.: καταληπτικός τοῦ θορυβητικοῦ in staat de rumoerige massa in toom te houden Aristoph. Eq. 1380. begrips-, in staat tot begrip: fil. κ. φαντασία een mentale voorstelling die gepaard gaat met begrip (van het object van waarneming).

Russian (Dvoretsky)

καταληπτικός:
1 останавливающий, прекращающий: καταληπτικός τοῦ θορυβητικοῦ Arph. умеющий унимать шум;
2 схватывающий, восприимчивый (φαντασία Plut., Luc., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

καταληπτικός: -ή, -όν, δυνάμενος νὰ καταλάβῃ ἢ ἀναχαιτίσῃ, κ. τοῦ θορυβητικοῦ, «προκαταλαμβανόμενος τοὺς ἀκούοντας ὥστε θόρυβον μὴ κινῆσαι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, δυνάμενος νὰ ἐννοήσῃ, καταληπτικὴ φαντασία Διογ. Λ. 9. 11, Πλούτ. 2. 889Ε, κτλ.· τὸ καταληπτικόν, ἡ δύναμις τῆς ἀντιλήψεως, τοῦ ἐννοεῖν, Μ. Ἀντων. 4. 22.― Ἐπίρρ. καταληπτικῶς, κατὰ βάθος, ἐντελῶς, μαθητευθέντες καταληπτικῶς ἐπιγνώσονται Κλήμ. Ἀλ. 378, κτλ. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς νόσον, κατάληψιν ἢ καταληψίαν, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Moschio Muliebr. αἱ ληθαργικαὶ καὶ κ. ἀπὸ τῶν ἀναληπτικῶν χωρίζονται.

Greek Monotonic

καταληπτικός: -ή, -όν (καταλαβεῖν), αυτός που μπορεί να εμποδίζει ή να αναχαιτίζει, με γεν., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

καταληπτικός, ή, όν καταλαβεῖν
able to keep down or check, c. gen., Ar.