σύνηβος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύνηβος -ου, ὁ, ἡ [σύν, ἥβη] leeftijdgenoot, jonge vriend.
|elnltext=σύνηβος -ου, ὁ, ἡ [σύν, ἥβη] [[leeftijdgenoot]], [[jonge vriend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνηβος Medium diacritics: σύνηβος Low diacritics: σύνηβος Capitals: ΣΥΝΗΒΟΣ
Transliteration A: sýnēbos Transliteration B: synēbos Transliteration C: synivos Beta Code: su/nhbos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (ἥβη) young comrade, E.HF438 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1022] zugleich jung, Jugendgenosse, Καδμείων σύνηβοι Eur. Herc. Fur. 438.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de jeunesse.
Étymologie: σύν, ἥβη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνηβος -ου, ὁ, ἡ [σύν, ἥβη] leeftijdgenoot, jonge vriend.

Russian (Dvoretsky)

σύνηβος: ὁ друг юности: σύνηβοι Eur. молодежь.

Greek (Liddell-Scott)

σύνηβος: ὁ, ἡ, (ἥβη) ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Καδμείων τε σύνηβοι Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 438.

Greek Monolingual

και ξύνηβος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που είναι επίσης έφηβος
2. (κατ' επέκτ.) συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηβος (< ἥβη «νεότητα, εφηβεία»), πρβλ. ἔφ-ηβος].

Greek Monotonic

σύνηβος: ὁ, ἡ (ἥβη), συνομήλικος νέος που είναι φίλος κάποιου, σε Ευρ.

Middle Liddell

σύν-ηβος, ὁ, ἡ, [ἥβη]
a young friend, Eur.