εὐαπόβατος: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evapovatos | |Transliteration C=evapovatos | ||
|Beta Code=eu)apo/batos | |Beta Code=eu)apo/batos | ||
|Definition= | |Definition=εὐαπόβατον, [[easy to disembark on]], νῆσος -ωτέρα Th.4.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐαπόβατον, easy to disembark on, νῆσος -ωτέρα Th.4.30.
German (Pape)
[Seite 1057] bequem zum Landen, νῆσος εὐαποβατωτέρα Thuc. 4, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on peut facilement aborder ou débarquer;
Cp. εὐαποβατώτερος.
Étymologie: εὖ, ἀποβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰπόβᾰτος: удобный для высадки (νῇσος εὐαποβατωτέρα οὖσα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐαπόβατος: -ον, ἐφ’ οὗ εὔκολον εἶναι νὰ κάμῃ τις ἀπόβασιν, νῆσος εὐαποβατωτέρα Θουκ. 4. 30.
Greek Monolingual
εὐαπόβατος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει απόβαση («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-βαίνω].
Greek Monotonic
εὐαπόβᾰτος: -ον (ἀποβαίνω), αυτός που είναι εύκολος στην απόβαση, κατάλληλος, πρόσφορος για αποβίβαση, για προσεδάφιση, σε Θουκ.
Middle Liddell
εὐ-απόβᾰτος, ον ἀποβαίνω
easy to disembark on, convenient for landing, Thuc.