εὐοδέω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐοδέω]], fut. -ήσω [[εὔοδος]]<br />to [[have]] a [[free]] [[course]] or [[passage]], of [[running]] [[water]], Dem.
|mdlsjtxt=[[εὐοδέω]], fut. -ήσω [[εὔοδος]]<br />to [[have]] a [[free]] [[course]] or [[passage]], of [[running]] [[water]], Dem.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[εὐοδόω]] -ῶ (=πηγαίνω [[καλά]], κάνω τήν [[πορεία]] κάποιου [[καλή]]). Παρασύνθετο ἀπό τό [[εὔοδος]] (=[[εὐδιάβατος]]), ([[εὖ]] + [[ὁδός]] τοῦ [[εἶμι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[εὐοδία]] (=καλό ταξίδι), (νεοελλ. κατευόδωση = [[ἐπιτυχία]]).
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐοδέω Medium diacritics: εὐοδέω Low diacritics: ευοδέω Capitals: ΕΥΟΔΕΩ
Transliteration A: euodéō Transliteration B: euodeō Transliteration C: evodeo Beta Code: eu)ode/w

English (LSJ)

A have a free course or passage, of running water, D.55.10; of bodily secretions, Arist.GA725a35, etc.; of trees, have root-room, Thphr.HP1.6.4:—impers. in Pass., εὐοδεῖται there is a free passage, Arist.GA739a35. 2 metaph., fare well, prosper, εὐοδῶν πορεύομαι Theopomp.Com.74, cf. Ph.1.430, Procl.Hyp.4.31; κατὰ τὸν βίον Herm. in Phdr.p.155 A.; τέχναι, ψυχή εὐ., Ph.1.687, 240; εὐώδει σοι τὰ πράγματα ib.145; ἀπόδειξις -οῦσα πρὸς τὰ συμπεράσματα Dam.Pr. 376; [ἡ ἀρετὴ]… προϊοῦσα εὐοδεῖ M.Ant.6.17; εὐόδει, on a gravestone, IG12(7).449.

German (Pape)

[Seite 1084] guten Weg, guten Fortgang haben; vom Wasser, ᾑ μὲν ἂν εὐοδῇ, φέρεται κάτω κατὰ τὴν ὁδόν Dem. 55, 10; ῥεῖ ὅπου ἂν εὐοδήσῃ τοῦ σώματος, wo es im Körper einen Gang, Ausgang findet, Arist. gen. anim. 1, 18; Sp. – Pass., εὐοδεῖ. ται τῷ σπέρματι Arist. gen. anim. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir un chemin facile, s'ouvrir facilement un passage.
Étymologie: εὔοδος.

Russian (Dvoretsky)

εὐοδέω:
1) иметь хороший путь, находить свободный выход Dem., Arst.; impers. pass. εὐοδεῖται Arst. имеется свободный проход.

Greek (Liddell-Scott)

εὐοδέω: ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα δίοδος, ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.· 10· ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17· χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907· 9. 3706.

Greek Monotonic

εὐοδέω: μέλ. -ήσω (εὔοδος), έχω ελεύθερο πέρασμα ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο νερό, σε Δημ.

Middle Liddell

εὐοδέω, fut. -ήσω εὔοδος
to have a free course or passage, of running water, Dem.

Mantoulidis Etymological

καί εὐοδόω -ῶ (=πηγαίνω καλά, κάνω τήν πορεία κάποιου καλή). Παρασύνθετο ἀπό τό εὔοδος (=εὐδιάβατος), (εὖ + ὁδός τοῦ εἶμι).
Παράγωγα: εὐοδία (=καλό ταξίδι), (νεοελλ. κατευόδωση = ἐπιτυχία).