θεριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theristis
|Transliteration C=theristis
|Beta Code=qeristh/s
|Beta Code=qeristh/s
|Definition=οῦ, ὁ,= [[θεριστήρ]], <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>6.10</span>, <span class="bibl">D.18.51</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>580b20</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span> 292.486</span> (iii B.C.): [[θερισταί]], [[οἱ]], a satyric play of Euripides, Arg.E. <span class="title">Med.</span>
|Definition=οῦ, ὁ,= [[θεριστήρ]], <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>6.10</span>, <span class="bibl">D.18.51</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>580b20</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span> 292.486</span> (iii B.C.): [[θερισταί]], οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. <span class="title">Med.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:20, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστής Medium diacritics: θεριστής Low diacritics: θεριστής Capitals: ΘΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: theristḗs Transliteration B: theristēs Transliteration C: theristis Beta Code: qeristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= θεριστήρ, X.Hier.6.10, D.18.51, Arist.HA580b20, PCair.Zen. 292.486 (iii B.C.): θερισταί, οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. Med.

German (Pape)

[Seite 1201] ὁ, = θεριστήρ; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moissonneur, faucheur.
Étymologie: θερίζω.

Russian (Dvoretsky)

θεριστής: οῦ ὁ жнец, косец Xen., Dem., Arst., NT.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι ἔργον τοῦ Εὐριπ.

English (Strong)

from θερίζω; a harvester: reaper.

English (Thayer)

θεριστου, ὁ (θερίζω), a reaper: Bel and the Dragon, 33; Xenophon, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) θερίζω
αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό
νεοελλ.
1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής»)
2. λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου, επειδή κατ' αυτόν γίνεται ο θερισμός
αρχ.
στον πληθ. Θερισταί
τίτλος σατυρικού έργου του Ευριπίδη.

Greek Monotonic

θεριστής: -οῦ, ὁ (θερίζω), αυτός που θερίζει, ο θεριστής, δρεπανιστής, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

θεριστής, οῦ, θερίζω
a reaper, harvester, Eur., Xen.

Chinese

原文音譯:qerist»j 帖里士帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:溫暖(的人)
字義溯源:收割者,收穫者,收割的人;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 收割的人(2) 太13:30; 太13:39