θούριος: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thoyrios | |Transliteration C=thoyrios | ||
|Beta Code=qou/rios | |Beta Code=qou/rios | ||
|Definition=α, ον, in Trag. (Com. in lyr.),= <b class="b3">θοῦρος, λοχαγέται ἄρχων</b>, | |Definition=α, ον, in Trag. (Com. in lyr.), = <b class="b3">θοῦρος, λοχαγέται ἄρχων</b>, A.''Th.''42, ''Pers.''73 (lyr.); [[ὄρνις]], [[τόξα]], Id.''Ag.''112 (lyr.), ''Eu.''627; Αἴας [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''212 (anap.); λῆμα [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''757 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, in Trag. (Com. in lyr.), = θοῦρος, λοχαγέται ἄρχων, A.Th.42, Pers.73 (lyr.); ὄρνις, τόξα, Id.Ag.112 (lyr.), Eu.627; Αἴας S.Aj.212 (anap.); λῆμα Ar.Eq.757 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1215] = θοῦρος; ὄρνις Aesch. Ag. 112; Ἄρης Soph. Ai. 606; Αἴας 211. 1192; ναυσὶ θουρίαις Eur. I. A. 238; λῆμα Ar. Equ. 757.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. θοῦρος.
Russian (Dvoretsky)
θούριος: Aesch., Soph., Arph. = θοῦρος.
Greek (Liddell-Scott)
θούριος: -α, -ον, παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ θοῦρος, Αἰσχύλ. Θήβ. 42, Πέρσ. 73, 118, Ἀγ. 112, Εὐμ. 627, Σοφ. Αἴ. 212, 612, Ἀριστοφ. Ἱππ. 757, Βατρ. 1289.
Greek Monolingual
-ο (Α θούριος, -ον, αττ. ποιητ. τ. του θούρος) θούρος
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο θούριος (ενν. παιάνας) και το θούριο(ν) (ενν. άσμα)
πολεμικό τραγούδι, εμβατήριο («ο θούριος του Ρήγα Φεραίου)
αρχ.
ορμητικός, οξύς, ακράτητος, πολεμικός.
Greek Monotonic
θούριος: -α, -ον, στους Αττ. Ποιητές αντί θοῦρος, σε Αισχύλ., κ.λπ.
Middle Liddell
θούριος, η, ον [in attic Poets for θοῦρος, Aesch., etc.]