θρασύστομος: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui parle hardiment, arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[στόμα]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui parle hardiment]], [[arrogant]].<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[στόμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:05, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, over-bold of tongue, insolent, A.Th.612, Ag.1399, E.Fr.3.
German (Pape)
[Seite 1216] kühn, keck redend; neben ἀνόσιος Aesch. Spt. 694, vgl. Ag. 1372.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle hardiment, arrogant.
Étymologie: θρασύς, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσύστομος: держащий высокомерные речи, дерзкий на язык Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύστομος: -ον, θρασὺς τὴν γλῶσσαν, ἀλαζών, Αἰσχύλ. Θήβ. 612, Ἀγ. 1399, Εὐρ. Ἀποσπ. 3.
Greek Monolingual
θρασύστομος, -ον (Α)
αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, μεγαλό-στομος].
Greek Monotonic
θρᾱσύστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλά με θρασύτητα, αυθάδης, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
θρᾰσύ-στομος, ον στόμα
bold of tongue, insolent, Aesch.