θηκαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />sépulcral.<br />'''Étymologie:''' [[θήκη]].
|btext=α, ον :<br />[[sépulcral]].<br />'''Étymologie:''' [[θήκη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηκαῖος Medium diacritics: θηκαῖος Low diacritics: θηκαίος Capitals: ΘΗΚΑΙΟΣ
Transliteration A: thēkaîos Transliteration B: thēkaios Transliteration C: thikaios Beta Code: qhkai=os

English (LSJ)

α, ον, A like a chest or coffin, οἴκημα θ. burial vault, Hdt.2.86; perhaps to be read in Plu.2.359a. II Subst. θηκαῖον, τό,= θήκη, SIG1120 (pl., Cos).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sépulcral.
Étymologie: θήκη.

Russian (Dvoretsky)

θηκαῖος: могильный: θηκαῖον οἴκημα Her. склеп.

Greek (Liddell-Scott)

θηκαῖος: -α, -ον, ὅμοιος θήκῃ ἢ σαρκοφάγῳ, οἴκημα θ., τύμβος, Ἡρόδ. 2. 86· διάφ. γραφ. Θηβαῖον.

Greek Monolingual

θηκαῖος, -ία, -ον (Α) θήκη
1. φρ. «οἴκημα θηκαῖον» — οίκημα που μοιάζει με θήκη, με σαρκοφάγο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηκαῖον
η θήκη.

Greek Monotonic

θηκαῖος: -α, -ον, όμοιος με μπαούλο ή κάσα οἴκημα θηκαῖον, ταφική κατοικία, τύμβος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

θηκαῖος, η, ον
like a chest or coffin, οἴκημα θ. a burial vault, Hdt. [from θήκη