Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυπητικός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]].
|mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]].
}}
}}

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡπητικός Medium diacritics: λυπητικός Low diacritics: λυπητικός Capitals: ΛΥΠΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lypētikós Transliteration B: lypētikos Transliteration C: lypitikos Beta Code: luphtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A feeling pain, ἐπί τινι Arist.MM1192b22. II τὸ λ. the capacity for feeling pain, Plu.2.657a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
affligeant.
Étymologie: λυπέω.

Russian (Dvoretsky)

λῡπητικός: удручающий, прискорбный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λῡπητικός: -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. λυπηρός, θλιβερός, προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = λύπη, Πλούτ. 2. 657Α.

Greek Monolingual

λυπητικός, -ή, -όν (AM) λυπώ
αυτός που αισθάνεται λύπη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν
η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)
λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.