παρανίστημι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> παρανέστην <i>et Moy.</i> παρανίσταμαι;<br />se lever auprès.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀνίστημι]].
|btext=<i>ao.2</i> παρανέστην <i>et Moy.</i> παρανίσταμαι;<br />[[se lever auprès]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀνίστημι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:35, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανίστημι Medium diacritics: παρανίστημι Low diacritics: παρανίστημι Capitals: ΠΑΡΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: paranístēmi Transliteration B: paranistēmi Transliteration C: paranistimi Beta Code: parani/sthmi

English (LSJ)

fut. -αναστήσω, A set up beside, Ath.4.156c. II Med. with aor. 2 Act., stand up beside, J.BJ2.21.1.

German (Pape)

[Seite 491] (s. ἵστημι), daneben aufrichten, μετέωρον ἑαυτὸν παραναστήσας, Ath. IV, 156 c. – Im med. u. intr. tempp. dabei aufstehen, Plut. Dem. 9; Ios.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρανέστην et Moy. παρανίσταμαι;
se lever auprès.
Étymologie: παρά, ἀνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

παρανίστημι: (aor. 2 παρανέστην) подниматься, вставать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρανίστημι: μέλλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον, Ἀθήν. 156C. II. Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀνίσταμαι πλησίον, Πλουτ. Δημ. 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 21, 1.

Greek Monolingual

Α ανίστημι
1. στήνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («μετέωρον αὐτὸν παραναστήσας», Αθήν.)
2. μέσ. παρανίσταμαι
(αμτβ.) είμαι όρθιος, στέκομαι δίπλα σε κάποιον.

Greek Monotonic

παρανίστημι: μέλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον — Μέσ., με Ενεργ. αορ. βʹ, ορθώνομαι, σηκώνομαι, στήνομαι κοντά σε, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -αναστήσω
to set up beside: Mid. with aor2 act. to stand up beside, Plut.