παρθενοπίπης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>voc.</i> α;<br /><i>adj. m.</i><br />qui épie les jeunes filles.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὀπιπεύω]].
|btext=ου;<br /><i>voc.</i> α;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui épie les jeunes filles]].<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὀπιπεύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:55, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενοπίπης Medium diacritics: παρθενοπίπης Low diacritics: παρθενοπίπης Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: parthenopípēs Transliteration B: parthenopipēs Transliteration C: parthenopipis Beta Code: parqenopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω) one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.

German (Pape)

[Seite 521] (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.

French (Bailly abrégé)

ου;
voc. α;
adj. m.
qui épie les jeunes filles.
Étymologie: παρθένος, ὀπιπεύω.

Russian (Dvoretsky)

παρθενοπίπης: ου (ῑ) ὁ высматривающий девушек, т. е. волокита Hom.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.

English (Autenrieth)

voc. -ι<<><>>πα (ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.

Greek Monolingual

-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].

Greek Monotonic

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, ξελογιαστής, διακορευτής, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

παρθεν-οπῑ́πης, ου, ὁ, ὀπιπτεύω
one who looks after maidens, a seducer, Il.