συντεταγμένως: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντάσσω]]<br />in set terms, Plat.
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντάσσω]]<br />in set terms, Plat.
}}
{{pape
|ptext=adv. part. perf. pass. von [[συντάσσω]], <i>[[ordentlich]], [[gesetzt]], [[vertragsmäßig]], [[verabredetermaßen]]</i>, Plat. <i>Apol</i>. 23e, [[varia lectio|v.l.]] [[συντεταμένως]].
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεταγμένως Medium diacritics: συντεταγμένως Low diacritics: συντεταγμένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetagménōs Transliteration B: syntetagmenōs Transliteration C: syntetagmenos Beta Code: suntetagme/nws

English (LSJ)

Adv., (συντάσσω) in set terms: v. sq.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre, d'une manière convenue.
Étymologie: de συντεταγμένος part. pf. Pass. de συντάσσω.

Russian (Dvoretsky)

συντεταγμένως: согласованно, единодушно (λέγειν περί τινος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συντεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συντάσσω, ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με συμφωνημένους όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταγμένος του συντάσσω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

συντεταγμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντάσσω, με καθορισμένους, συμπεφωνημένους όρους, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of συντάσσω
in set terms, Plat.

German (Pape)

adv. part. perf. pass. von συντάσσω, ordentlich, gesetzt, vertragsmäßig, verabredetermaßen, Plat. Apol. 23e, v.l. συντεταμένως.